Anonymous

χάλιξ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ικος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> petite pierre, caillou;<br /><b>2</b> moellon;<br /><b>3</b> chaux, pierre à chaux.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
|btext=ικος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> petite pierre, caillou;<br /><b>2</b> moellon;<br /><b>3</b> chaux, pierre à chaux.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
}}
{{elru
|elrutext='''χάλιξ:''' ῐκος (χᾰ) ὁ и ἡ тж. pl. мелкий (битый) камень, щебень, бут Thuc., Arph., Arst., Plut., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χάλιξ:''' [ᾰ], -ῐκος, ὁ και ἡ,<br /><b class="num">1.</b> μικρή [[πέτρα]], [[χαλίκι]], στον πληθ., σε Λουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> συνεκδοχικά στον ενικ., χαλίκια, λιθαράκια που χρησιμοποιούνται στην [[τοιχοδομία]], σε Θουκ.· ομοίως και στον πληθ., σε Αριστοφ.
|lsmtext='''χάλιξ:''' [ᾰ], -ῐκος, ὁ και ἡ,<br /><b class="num">1.</b> μικρή [[πέτρα]], [[χαλίκι]], στον πληθ., σε Λουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> συνεκδοχικά στον ενικ., χαλίκια, λιθαράκια που χρησιμοποιούνται στην [[τοιχοδομία]], σε Θουκ.· ομοίως και στον πληθ., σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''χάλιξ:''' ῐκος (χᾰ) ὁ и ἡ тж. pl. мелкий (битый) камень, щебень, бут Thuc., Arph., Arst., Plut., Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj