Anonymous

χειροτονέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> χειροτονήσω, <i>ao.</i> ἐχειροτόνεσα, <i>pf.</i> κεχειροτόνηκα, <i>etc.</i><br />tendre la main pour voter, <i>d'où</i><br /><b>1</b> voter à main levée;<br /><b>2</b> nommer par un vote à main levée : τινα, qqn : τινα στρατηγόν XÉN qqn général ; <i>Pass.</i> être élu à main levée : ἐχειροτονήθη [[Δημοσθένης]] τὴν ἀρχήν ESCHN Démosthène fut investi par un vote à main levée de la charge de ; ἔκ τινων PLAT être élu par qqes-uns;<br /><b>3</b> décider <i>ou</i> décréter par un vote à main levée, acc..<br />'''Étymologie:''' [[χειροτόνος]].
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> χειροτονήσω, <i>ao.</i> ἐχειροτόνεσα, <i>pf.</i> κεχειροτόνηκα, <i>etc.</i><br />tendre la main pour voter, <i>d'où</i><br /><b>1</b> voter à main levée;<br /><b>2</b> nommer par un vote à main levée : τινα, qqn : τινα στρατηγόν XÉN qqn général ; <i>Pass.</i> être élu à main levée : ἐχειροτονήθη [[Δημοσθένης]] τὴν ἀρχήν ESCHN Démosthène fut investi par un vote à main levée de la charge de ; ἔκ τινων PLAT être élu par qqes-uns;<br /><b>3</b> décider <i>ou</i> décréter par un vote à main levée, acc..<br />'''Étymologie:''' [[χειροτόνος]].
}}
{{elru
|elrutext='''χειροτονέω:'''<br /><b class="num">1)</b> голосовать поднятием рук(и) (περί τινος Polyb., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[избирать]] (назначать) поднятием рук(и) (ἡ [[ἀρχή]], ἣν κεχειροτόνημαι Arph.): χ. τινα ἐπί τι Aeschin., Plut. или ἐπί τινος Dem. избирать кого-л. голосованием на какую-л. должность; χ. τινά τινα Xen. выбирать кого-л. кем-л.; χειροτονηθεὶς ἢ [[λαχών]] Plat. избранный голосованием или назначенный по жребию;<br /><b class="num">3)</b> [[решать поднятием рук]], [[постановлять голосованием]] (τι Arph., Isocr., Dem.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χειροτονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[χειρότονος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[σηκώνω]] [[ψηλά]] το [[χέρι]] μου με σκοπό να ψηφίσω, σε Πλούτ., Λουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ. προσ., [[ψηφίζω]] κάποιον, [[εκλέγω]], [[κυρίως]] με [[ανάταση]] των χεριών, σε Αριστοφ., Δημ. — Παθ., εκλέγομαι, σε Αριστοφ. κ.λπ.· <i>χειροτονηθῆναι</i>, [[εκλογή]] με [[ανάταση]] χειρών, αντίθ. προς το [[λαχεῖν]], [[εκλογή]] με κλήρο, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[ψηφίζω]] για [[κάτι]], σε Δημ.· ομοίως, με απαρ., [[ψηφίζω]] να..., σε Αισχίν. — Παθ., κεχειροτόνηται [[ὕβρις]] [[εἶναι]], ψηφίστηκε, ορίστηκε, αποφασίστηκε ότι είναι ύβρις, σε Δημ.
|lsmtext='''χειροτονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[χειρότονος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[σηκώνω]] [[ψηλά]] το [[χέρι]] μου με σκοπό να ψηφίσω, σε Πλούτ., Λουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ. προσ., [[ψηφίζω]] κάποιον, [[εκλέγω]], [[κυρίως]] με [[ανάταση]] των χεριών, σε Αριστοφ., Δημ. — Παθ., εκλέγομαι, σε Αριστοφ. κ.λπ.· <i>χειροτονηθῆναι</i>, [[εκλογή]] με [[ανάταση]] χειρών, αντίθ. προς το [[λαχεῖν]], [[εκλογή]] με κλήρο, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[ψηφίζω]] για [[κάτι]], σε Δημ.· ομοίως, με απαρ., [[ψηφίζω]] να..., σε Αισχίν. — Παθ., κεχειροτόνηται [[ὕβρις]] [[εἶναι]], ψηφίστηκε, ορίστηκε, αποφασίστηκε ότι είναι ύβρις, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''χειροτονέω:'''<br /><b class="num">1)</b> голосовать поднятием рук(и) (περί τινος Polyb., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[избирать]] (назначать) поднятием рук(и) (ἡ [[ἀρχή]], ἣν κεχειροτόνημαι Arph.): χ. τινα ἐπί τι Aeschin., Plut. или ἐπί τινος Dem. избирать кого-л. голосованием на какую-л. должность; χ. τινά τινα Xen. выбирать кого-л. кем-л.; χειροτονηθεὶς ἢ [[λαχών]] Plat. избранный голосованием или назначенный по жребию;<br /><b class="num">3)</b> [[решать поднятием рук]], [[постановлять голосованием]] (τι Arph., Isocr., Dem.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj