Anonymous

χειροτεχνικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne les arts manuels;<br /><b>2</b> habile dans un art manuel;<br /><i>Sp.</i> χειροτεχνικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[χειροτέχνης]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne les arts manuels;<br /><b>2</b> habile dans un art manuel;<br /><i>Sp.</i> χειροτεχνικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[χειροτέχνης]].
}}
{{elru
|elrutext='''χειροτεχνικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ремесленнический]]: χειροτεχνικὰ ξυμβόλαια Plat. сделки с (или между) ремесленниками;<br /><b class="num">2)</b> [[искусный]], [[способный]] (παῖδες Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χειροτεχνικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[χειροτεχνία]], [[επιδέξιος]], <i>χειροτεχνικώτατος</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τεχνίτες, σε Πλάτ.
|lsmtext='''χειροτεχνικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[χειροτεχνία]], [[επιδέξιος]], <i>χειροτεχνικώτατος</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τεχνίτες, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''χειροτεχνικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ремесленнический]]: χειροτεχνικὰ ξυμβόλαια Plat. сделки с (или между) ремесленниками;<br /><b class="num">2)</b> [[искусный]], [[способный]] (παῖδες Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj