Anonymous

χιτωνίσκος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />petite tunique courte pour les hommes.<br />'''Étymologie:''' [[χιτών]].
|btext=ου (ὁ) :<br />petite tunique courte pour les hommes.<br />'''Étymologie:''' [[χιτών]].
}}
{{elru
|elrutext='''χῐτωνίσκος:''' ὁ [[хитониск]], [[короткий хитон]] Lys., Arph., Xen., Plat., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χῐτωνίσκος:''' ὁ, υποκορ. του [[χιτών]], [[κοντό]] [[ένδυμα]] που φοριόταν από άνδρες, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για γυναίκες, [[πουκάμισο]], σε Δημ.
|lsmtext='''χῐτωνίσκος:''' ὁ, υποκορ. του [[χιτών]], [[κοντό]] [[ένδυμα]] που φοριόταν από άνδρες, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για γυναίκες, [[πουκάμισο]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''χῐτωνίσκος:''' ὁ [[хитониск]], [[короткий хитон]] Lys., Arph., Xen., Plat., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj