Anonymous

χολέρα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />choléra, <i>maladie</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. incertaine.
|btext=ας (ἡ) :<br />choléra, <i>maladie</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. incertaine.
}}
{{elru
|elrutext='''χολέρα:''' предполож. ἡ холера Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. χολέρη Α<br />λοιμώδες και επιδημικό [[νόσημα]] που οφείλεται στο βακτήριο Vibrio cholerae και συνοδεύεται από [[διάρροια]] και χολώδεις εμέτους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δερματοπάθεια]] που παρουσιάζεται στα δάχτυλα ορισμένων επαγγελματιών, όπως βυρσοδεψών κ.ά., υπό [[μορφή]] εκχυμώσεων, και εξελίσσεται σε πολύ οδυνηρές εξελκώσεις<br /><b>2.</b> [[υβριστικός]] [[χαρακτηρισμός]] γυναίκας πολύ άσχημης και πολύ κακής<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ημεδαπή [[χολέρα]]»<br /><b>ιατρ.</b> η [[χολερίνη]]<br />β) «[[χολέρα]] τών ορνίθων» ή «[[χολέρα]] τών πτηνών»<br /><b>([[κτην]].)</b> [[λοιμώδης]] μεταδοτική [[νόσος]] η οποία προσβάλλει τα οικιακά πτηνά, [[ιδίως]] τις όρνιθες, και οφείλεται σε βακτηρίδιο του γένους [[παστερέλλα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ναυτία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ξηρά]] [[χολέρα]]» — ισχυρή [[έμφραξη]] της κοιλιάς [[κατά]] την οποία δεν εκκρίνονται [[ούτε]] [[κόπρανα]] [[ούτε]] [[ούρα]] <b>(Ιπποκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. όρος του ιατρικού λεξιλογίου, ο [[οποίος]] εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ερ</i>-<i>α</i>, όπως και άλλες ονομ. ασθενειών (<b>πρβλ.</b> <i>ἴκτ</i>-<i>ερ</i>-<i>ος</i>, <i>ὕδ</i>-<i>ερ</i>-<i>ος</i>). Κατά την [[αρχαιότητα]] η λ. ερμηνευόταν ως παρ. της λ. [[χολή]] ή της λ. [[χολάς]], [[άποψη]] η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί πιθανή τόσο από μορφολογική όσο και από σημασιολογική [[πλευρά]]. Αντίθετα, η [[άποψη]] νεώτερων μελετητών, σύμφωνα με την οποία η λ. [[χολέρα]] μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ghal</i>- «[[ζημιά]], [[βλάβη]], [[σπάσιμο]]» και να συνδεθεί με το αρχ. ιρλδ. <i>galar</i> «[[αρρώστια]], [[λύπη]]» και το χεττιτ. <i>kallar</i> «[[κακός]], [[άσχημος]]», δεν θεωρείται πιθανή, λόγω του ότι η σημ. του ελλ. όρου [[είναι]] πολύ πιο συγκεκριμένη και ειδική].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. χολέρη Α<br />λοιμώδες και επιδημικό [[νόσημα]] που οφείλεται στο βακτήριο Vibrio cholerae και συνοδεύεται από [[διάρροια]] και χολώδεις εμέτους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δερματοπάθεια]] που παρουσιάζεται στα δάχτυλα ορισμένων επαγγελματιών, όπως βυρσοδεψών κ.ά., υπό [[μορφή]] εκχυμώσεων, και εξελίσσεται σε πολύ οδυνηρές εξελκώσεις<br /><b>2.</b> [[υβριστικός]] [[χαρακτηρισμός]] γυναίκας πολύ άσχημης και πολύ κακής<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ημεδαπή [[χολέρα]]»<br /><b>ιατρ.</b> η [[χολερίνη]]<br />β) «[[χολέρα]] τών ορνίθων» ή «[[χολέρα]] τών πτηνών»<br /><b>([[κτην]].)</b> [[λοιμώδης]] μεταδοτική [[νόσος]] η οποία προσβάλλει τα οικιακά πτηνά, [[ιδίως]] τις όρνιθες, και οφείλεται σε βακτηρίδιο του γένους [[παστερέλλα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ναυτία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ξηρά]] [[χολέρα]]» — ισχυρή [[έμφραξη]] της κοιλιάς [[κατά]] την οποία δεν εκκρίνονται [[ούτε]] [[κόπρανα]] [[ούτε]] [[ούρα]] <b>(Ιπποκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. όρος του ιατρικού λεξιλογίου, ο [[οποίος]] εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ερ</i>-<i>α</i>, όπως και άλλες ονομ. ασθενειών (<b>πρβλ.</b> <i>ἴκτ</i>-<i>ερ</i>-<i>ος</i>, <i>ὕδ</i>-<i>ερ</i>-<i>ος</i>). Κατά την [[αρχαιότητα]] η λ. ερμηνευόταν ως παρ. της λ. [[χολή]] ή της λ. [[χολάς]], [[άποψη]] η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί πιθανή τόσο από μορφολογική όσο και από σημασιολογική [[πλευρά]]. Αντίθετα, η [[άποψη]] νεώτερων μελετητών, σύμφωνα με την οποία η λ. [[χολέρα]] μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ghal</i>- «[[ζημιά]], [[βλάβη]], [[σπάσιμο]]» και να συνδεθεί με το αρχ. ιρλδ. <i>galar</i> «[[αρρώστια]], [[λύπη]]» και το χεττιτ. <i>kallar</i> «[[κακός]], [[άσχημος]]», δεν θεωρείται πιθανή, λόγω του ότι η σημ. του ελλ. όρου [[είναι]] πολύ πιο συγκεκριμένη και ειδική].
}}
{{elru
|elrutext='''χολέρα:''' предполож. ἡ холера Plut.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''χολέρα''': {kholéra}<br />'''Forms''': ion. -ρη<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Cholera]], [[Magenkrankheit mit Erbrechen und Durchfall]], ξηρὴ χ. [[Verstopfung]] (Hp., Aret.), [[Erbrechen]], [[Ekel]] (LXX). Nach H. auch = [[σωλήν]], δι’ οὗ τὸ [[ὕδωρ]] ἀπὸ [[τῶν]] κεράμων φέρεται ἐξακοντιζόμενον ( = [[χολέδρα]]; s. [[χολή]]).<br />'''Derivative''': Davon [[χολερικός]] ‘zur χ. gehörig, an der χ. leidend', -ώδης ’χ. -ähnlich, χ. verursachend', -ιάω ‘an d. χ. leiden’ (vorw. Mediz.).<br />'''Etymology''': Medizinischer Fachausdruck; zur Bildung vgl. [[ὑστέρα]] und Krankheitsnamen wie [[ἴκτερος]] und [[ὕδερος]], vielleicht Substantivierung mit Akzentverschiebung von *χολερός (Schwyzer 482). Als Grundwort empfiehlt sich aus formalen Gründen eher [[χολή]], [[χόλος]] (Celsus) als [[χολάς]] (Alex. Trall.). Air. ''galar'' n. [[Krankheit]], von Pedersen Vergl. Gramm. 2, 25 mit [[χολέρα]] verbunden, ist fernzuhalten (vgl. Pokorny 411).<br />'''Page''' 2,1109
|ftr='''χολέρα''': {kholéra}<br />'''Forms''': ion. -ρη<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Cholera]], [[Magenkrankheit mit Erbrechen und Durchfall]], ξηρὴ χ. [[Verstopfung]] (Hp., Aret.), [[Erbrechen]], [[Ekel]] (LXX). Nach H. auch = [[σωλήν]], δι’ οὗ τὸ [[ὕδωρ]] ἀπὸ [[τῶν]] κεράμων φέρεται ἐξακοντιζόμενον ( = [[χολέδρα]]; s. [[χολή]]).<br />'''Derivative''': Davon [[χολερικός]] ‘zur χ. gehörig, an der χ. leidend', -ώδης ’χ. -ähnlich, χ. verursachend', -ιάω ‘an d. χ. leiden’ (vorw. Mediz.).<br />'''Etymology''': Medizinischer Fachausdruck; zur Bildung vgl. [[ὑστέρα]] und Krankheitsnamen wie [[ἴκτερος]] und [[ὕδερος]], vielleicht Substantivierung mit Akzentverschiebung von *χολερός (Schwyzer 482). Als Grundwort empfiehlt sich aus formalen Gründen eher [[χολή]], [[χόλος]] (Celsus) als [[χολάς]] (Alex. Trall.). Air. ''galar'' n. [[Krankheit]], von Pedersen Vergl. Gramm. 2, 25 mit [[χολέρα]] verbunden, ist fernzuhalten (vgl. Pokorny 411).<br />'''Page''' 2,1109
}}
}}