Anonymous

χώομαι: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[χώσομαι]], <i>ao.</i> ἐχωσάμην, <i>pf. inus.</i><br />être irrité <i>ou</i> mécontent, s'irriter, se fâcher : θυμόν IL, [[κῆρ]] IL, φρεσὶν ᾖσιν IL, [[κηρόθι]], être irrité au fond du cœur ; τινι, contre qqn ; τινος, <i>rar.</i> [[περί]] τινος, au sujet de qqn <i>ou</i> de qch ; [[μή]] μοι [[τόδε]] [[χώεο]] OD ne t’irrite pas contre moi à cause de cela.<br />'''Étymologie:''' DELG pê apparenté à [[χέω]].
|btext=<i>f.</i> [[χώσομαι]], <i>ao.</i> ἐχωσάμην, <i>pf. inus.</i><br />être irrité <i>ou</i> mécontent, s'irriter, se fâcher : θυμόν IL, [[κῆρ]] IL, φρεσὶν ᾖσιν IL, [[κηρόθι]], être irrité au fond du cœur ; τινι, contre qqn ; τινος, <i>rar.</i> [[περί]] τινος, au sujet de qqn <i>ou</i> de qch ; [[μή]] μοι [[τόδε]] [[χώεο]] OD ne t’irrite pas contre moi à cause de cela.<br />'''Étymologie:''' DELG pê apparenté à [[χέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''χώομαι:''' [[сердиться]], [[негодовать]] (τινι Hom.): χ. [[κῆρ]] ([[κηρόθι]], θυμόν или φρεσίν) Hom., χ. θυμῷ HH и χ. φρένας Hes. воспылать гневом, (раз)гневаться на кого-л.; χ. τινος или τι Hom. и περί τινι HH, Hes. сердиться из-за кого(чего)-л.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χώομαι:''' Επικ. προστ. [[χώεο]]· γʹ ενικ. Επικ. παρατ. [[χώετο]]· μέλ. [[χώσομαι]], αόρ. αʹ <i>ἐχωσάμην</i>, Επικ. γʹ ενικ. υποτ. [[χώσεται]]· αποθ., είμαι θυμωμένος, οργισμένος, [[αγανακτώ]], σε Όμηρ.· χωόμενος [[κῆρ]], <i>θυμόν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[κηρόθι]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">1.</b> με δοτ. προσ., είμαι θυμωμένος με κάποιον, [[ὅτε]] [[χώσεται]] [[ἀνδρί]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ. ή πράγμ., <i>χωόμενος γυναικός</i>, σχετικά ή εξαιτίας αυτής, στο ίδ.· [[χώσατο]] δ' [[αἰνῶς]] νίκης τε καὶ ἔγχεος, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., μόνο στη [[φράση]], μή μοι [[τόδε]] [[χώεο]], μην οργίζεσαι, θυμώνεις μαζί μου γι' αυτό, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''χώομαι:''' Επικ. προστ. [[χώεο]]· γʹ ενικ. Επικ. παρατ. [[χώετο]]· μέλ. [[χώσομαι]], αόρ. αʹ <i>ἐχωσάμην</i>, Επικ. γʹ ενικ. υποτ. [[χώσεται]]· αποθ., είμαι θυμωμένος, οργισμένος, [[αγανακτώ]], σε Όμηρ.· χωόμενος [[κῆρ]], <i>θυμόν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[κηρόθι]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">1.</b> με δοτ. προσ., είμαι θυμωμένος με κάποιον, [[ὅτε]] [[χώσεται]] [[ἀνδρί]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ. ή πράγμ., <i>χωόμενος γυναικός</i>, σχετικά ή εξαιτίας αυτής, στο ίδ.· [[χώσατο]] δ' [[αἰνῶς]] νίκης τε καὶ ἔγχεος, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., μόνο στη [[φράση]], μή μοι [[τόδε]] [[χώεο]], μην οργίζεσαι, θυμώνεις μαζί μου γι' αυτό, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''χώομαι:''' [[сердиться]], [[негодовать]] (τινι Hom.): χ. [[κῆρ]] ([[κηρόθι]], θυμόν или φρεσίν) Hom., χ. θυμῷ HH и χ. φρένας Hes. воспылать гневом, (раз)гневаться на кого-л.; χ. τινος или τι Hom. и περί τινι HH, Hes. сердиться из-за кого(чего)-л.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj