Anonymous

ψωρικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la gale <i>ou</i> les éruptions galeuses ; τὰ ψωρικά PLUT les affections cutanées.<br />'''Étymologie:''' [[ψώρα]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la gale <i>ou</i> les éruptions galeuses ; τὰ ψωρικά PLUT les affections cutanées.<br />'''Étymologie:''' [[ψώρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ψωρικός:''' мед. накожный (ἐξανθήματα Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ψωρικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ψώρα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ψώρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ.ως ουσ.) <i>τὸ ψωρικόν</i><br />αντιψωρικό [[φάρμακο]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά ψωρικά</i><br />δερματικές ασθένειες.
|mltxt=-ή, -ό / [[ψωρικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ψώρα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ψώρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ.ως ουσ.) <i>τὸ ψωρικόν</i><br />αντιψωρικό [[φάρμακο]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά ψωρικά</i><br />δερματικές ασθένειες.
}}
{{elru
|elrutext='''ψωρικός:''' мед. накожный (ἐξανθήματα Plut.).
}}
}}