Anonymous

ἀκαχμένος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />aiguisé.<br />'''Étymologie:''' p. *ἀκαγμένος, avec redoublement att. de la R. Ἀκ, être aigu.
|btext=η, ον :<br />aiguisé.<br />'''Étymologie:''' p. *ἀκαγμένος, avec redoublement att. de la R. Ἀκ, être aigu.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκαχμένος:''' (ᾰκ) заостренный, остроконечный, острый ([[ἔγχος]], [[δούρατα]], [[φάσγανον]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκαχμένος:''' -η, -ον, μτχ. (όπως αν προερχόταν από [[ρήμα]] <i>*ἄκω</i>, βλ. [[ἀκή]] I), ακονισμένος, τροχισμένος, [[αιχμηρός]], λέγεται για πέλεκεις και [[ξίφη]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἀκαχμένος:''' -η, -ον, μτχ. (όπως αν προερχόταν από [[ρήμα]] <i>*ἄκω</i>, βλ. [[ἀκή]] I), ακονισμένος, τροχισμένος, [[αιχμηρός]], λέγεται για πέλεκεις και [[ξίφη]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκαχμένος:''' (ᾰκ) заостренный, остроконечный, острый ([[ἔγχος]], [[δούρατα]], [[φάσγανον]] Hom.).
}}
}}
{{etym
{{etym