3,277,819
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> qui conduit, qui guide : ὁ [[ἀγωγός]] guide, [[οἱ]] ἀγωγοί escorte ; <i>fig.</i> [[δύναμις]] ἀνθρώπων [[ἀγωγός]] PLUT pouvoir de conduire les hommes;<br /><b>2</b> qui attire : ἀγωγὸς νεκρῶν EUR qui évoque les morts ; τὸ ἀγωγόν attrait, séduction.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγω]]. | |btext=ός, όν :<br /><b>1</b> qui conduit, qui guide : ὁ [[ἀγωγός]] guide, [[οἱ]] ἀγωγοί escorte ; <i>fig.</i> [[δύναμις]] ἀνθρώπων [[ἀγωγός]] PLUT pouvoir de conduire les hommes;<br /><b>2</b> qui attire : ἀγωγὸς νεκρῶν EUR qui évoque les morts ; τὸ ἀγωγόν attrait, séduction.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγωγός:'''<br /><b class="num">I</b><br /><b class="num">1)</b> [[ведущий]], [[приводящий]] (πρός и ἐπί τι Plat. или εἴς τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[вызывающий]]: ἀ. νεκρῶν Eur. вызывающий души усопших; δακρύων ἀ. вызывающий слезы;<br /><b class="num">3)</b> [[влекущий]] (к себе), привлекательный (προσώπου [[χάρις]] Plut.): [[δύναμις]] ἀνθρώπων ἀ. Plut., влекущая к себе людей сила, обаяние.<br /><b class="num">II</b> ὁ [[провожатый]], [[проводник]] Her., Thuc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγωγός:''' -όν ([[ἄγω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που οδηγεί, καθοδηγεί, και ως ουσ. [[οδηγός]], [[καθοδηγητής]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· με γεν., [[δύναμις]] ἀνθρώπων [[ἀγωγός]], η [[δύναμη]] της καθοδήγησης των ανθρώπων, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που οδηγεί προς ένα [[σημείο]] ή [[μέρος]]· <i>εἴς</i>, [[πρός]] ή [[ἐπί]] τι, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">III. 1.</b> αυτός που σύρει [[εμπρός]], [[ελκυστικός]], [[παρελκυστικός]], αυτός που προκαλεί· <i>χοαὶ νεκρῶν ἀγωγοί</i>, σε Ευρ.· δακρύων [[ἀγωγός]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[ελκυστικός]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀγωγός:''' -όν ([[ἄγω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που οδηγεί, καθοδηγεί, και ως ουσ. [[οδηγός]], [[καθοδηγητής]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· με γεν., [[δύναμις]] ἀνθρώπων [[ἀγωγός]], η [[δύναμη]] της καθοδήγησης των ανθρώπων, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που οδηγεί προς ένα [[σημείο]] ή [[μέρος]]· <i>εἴς</i>, [[πρός]] ή [[ἐπί]] τι, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">III. 1.</b> αυτός που σύρει [[εμπρός]], [[ελκυστικός]], [[παρελκυστικός]], αυτός που προκαλεί· <i>χοαὶ νεκρῶν ἀγωγοί</i>, σε Ευρ.· δακρύων [[ἀγωγός]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[ελκυστικός]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |