Anonymous

ἀκάμας: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=αντος (ὁ, ἡ)<br />infatigable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἔκαμον]], de [[κάμνω]].
|btext=αντος (ὁ, ἡ)<br />infatigable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἔκαμον]], de [[κάμνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκάμᾱς:''' αντος (κᾰ) adj. неутомимый, неугомонный ([[Σπερχειός]], [[ἠέλιος]] Hom.; ἵπποι, [[πόντος]] Pind.; [[Νότος]], [[Βορέας]] Soph.; [[χρόνος]] Eur.; πόνοι Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκάμας:''' [ᾰκᾰ], -αντος, ὁ ([[κάμνω]]), [[ακούραστος]], [[ακάματος]], [[ακαταπόνητος]], αυτός που δεν αναπαύεται, δεν ξεκουράζεται, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἀκάμας:''' [ᾰκᾰ], -αντος, ὁ ([[κάμνω]]), [[ακούραστος]], [[ακάματος]], [[ακαταπόνητος]], αυτός που δεν αναπαύεται, δεν ξεκουράζεται, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκάμᾱς:''' αντος (κᾰ) adj. неутомимый, неугомонный ([[Σπερχειός]], [[ἠέλιος]] Hom.; ἵπποι, [[πόντος]] Pind.; [[Νότος]], [[Βορέας]] Soph.; [[χρόνος]] Eur.; πόνοι Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κάμνω]]<br />[[untiring]], unresting, Il., etc.
|mdlsjtxt=[[κάμνω]]<br />[[untiring]], unresting, Il., etc.
}}
}}