Anonymous

ἀκατονόμαστος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne désigne, qu’on ne peut désigner par aucun nom.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], κατονομάζω.
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne désigne, qu’on ne peut désigner par aucun nom.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], κατονομάζω.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκατονόμαστος:''' [[не имеющий названия]], [[безымянный]] ([[ποιότης]] Epicur. ap. Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατονόμαστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν κατονομάζεται, που δεν τον καλούμε με τ’ όνομά του<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί να κατονομαστεί λόγω της απρέπειας ή της αισχρότητας του<br />«ακατονόμαστα όργια»<br /><b>μσν.</b><br />[[εκείνος]], τον οποίο δεν μπορούμε να κατονομάσουμε λόγω της απεραντοσύνης και του μεγαλείου του (αποδίδεται στον Θεό)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει όνομα, ο [[ανώνυμος]]<br />«Θεὸς [[ἀκατονόμαστος]]» (Φίλ. 1.630)<br /><b>2.</b> «[[ἀκατονόμαστος]] [[χόνδρος]]» — ο [[κρικοειδής]] [[χόνδρος]] του λάρυγγα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κατονομάζω]]<br /><i>ο</i> τ. [[ἀκατονόμαστος]], που ακούγεται [[συχνά]], προέρχεται [[είτε]] από εξακολουθητική [[αφομοίωση]] του <i>ο</i> σε <i>α</i> (λόγω του προηγουμένου <i>α</i>) [[είτε]] από [[αποκατάσταση]] του πλήρους τύπου της προθέσεως [[κατά]] [[χάριν]] της ετυμολογικής διαφάνειας του α' συνθετικού<br />[[πρβλ]]. και [[αποθανατίζω]] [[αντί]] [[απαθανατίζω]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατονόμαστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν κατονομάζεται, που δεν τον καλούμε με τ’ όνομά του<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί να κατονομαστεί λόγω της απρέπειας ή της αισχρότητας του<br />«ακατονόμαστα όργια»<br /><b>μσν.</b><br />[[εκείνος]], τον οποίο δεν μπορούμε να κατονομάσουμε λόγω της απεραντοσύνης και του μεγαλείου του (αποδίδεται στον Θεό)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει όνομα, ο [[ανώνυμος]]<br />«Θεὸς [[ἀκατονόμαστος]]» (Φίλ. 1.630)<br /><b>2.</b> «[[ἀκατονόμαστος]] [[χόνδρος]]» — ο [[κρικοειδής]] [[χόνδρος]] του λάρυγγα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κατονομάζω]]<br /><i>ο</i> τ. [[ἀκατονόμαστος]], που ακούγεται [[συχνά]], προέρχεται [[είτε]] από εξακολουθητική [[αφομοίωση]] του <i>ο</i> σε <i>α</i> (λόγω του προηγουμένου <i>α</i>) [[είτε]] από [[αποκατάσταση]] του πλήρους τύπου της προθέσεως [[κατά]] [[χάριν]] της ετυμολογικής διαφάνειας του α' συνθετικού<br />[[πρβλ]]. και [[αποθανατίζω]] [[αντί]] [[απαθανατίζω]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκατονόμαστος:''' [[не имеющий названия]], [[безымянный]] ([[ποιότης]] Epicur. ap. Plut.).
}}
}}