Anonymous

ἀκατάσκευος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans préparation, sans art.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κατασκευή]].
|btext=ος, ον :<br />sans préparation, sans art.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κατασκευή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκατάσκευος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неподготовленный]]: ἀκατασκεύων ([[varia lectio|v.l.]] ἀπαρασκεύων) τῶν ἰδίων ὄντων Aesch. не приведя в порядок свои личные дела;<br /><b class="num">2)</b> [[безыскусственный]] (ἐν τοῖς λόγοις Plut.): ὁ ἀ. [[βίος]] Diod. простой образ жизни.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάσκευος]], -ον) [[κατασκευή]]<br />[[ανεπιτήδευτος]], [[απέριττος]], [[απλός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[άμορφος]], αυτός που δεν έχει λάβει την οριστική του [[μορφή]], <b>βλ.</b> [[ακατασκεύαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απλός]], [[αστόλιστος]], [[γυμνός]]<br />«τὴν ἁπλήν τε καὶ ἀκατάσκευον... τῆς θείας γραφῆς διάνοιαν» (Γρηγ. Νύσσ. Μ. 45.1185d)<br />«ἡ ἑκάστου [[ψυχή]]... [[λιτή]] τις καὶ [[ἀκατάσκευος]] ἐπιχωριάζει τοῖς [[κάτω]]» (Γρηγ. Νύσσ. Μ 46.1004c)<br /><b>2.</b> [[σαθρός]], [[αστήριχτος]] (για [[επιχείρημα]] που δεν θεμελιώνεται με αποδείξεις)<br />«ψιλὴν καὶ ἀκατάσκευον τὴν βλασφημίαν προβάλλεται, οὐδενί λογισμῷ κατασκευάζων τὴν ἀτοπίαν» (Γρηγ. Νύσσ. Μ 32.693c)<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό (αποδίδεται σε πλοία)<br /><b>4.</b> [[πρωτόγονος]], [[απολίτιστος]]<br />«[[ἀκατάσκευος]] [[βίος]]» (<b>Διόδ.</b> 5.39)<br /><b>5.</b> [[ακατάστατος]], [[χωρίς]] [[τάξη]] (Αισχίν. 3.163).
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάσκευος]], -ον) [[κατασκευή]]<br />[[ανεπιτήδευτος]], [[απέριττος]], [[απλός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[άμορφος]], αυτός που δεν έχει λάβει την οριστική του [[μορφή]], <b>βλ.</b> [[ακατασκεύαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απλός]], [[αστόλιστος]], [[γυμνός]]<br />«τὴν ἁπλήν τε καὶ ἀκατάσκευον... τῆς θείας γραφῆς διάνοιαν» (Γρηγ. Νύσσ. Μ. 45.1185d)<br />«ἡ ἑκάστου [[ψυχή]]... [[λιτή]] τις καὶ [[ἀκατάσκευος]] ἐπιχωριάζει τοῖς [[κάτω]]» (Γρηγ. Νύσσ. Μ 46.1004c)<br /><b>2.</b> [[σαθρός]], [[αστήριχτος]] (για [[επιχείρημα]] που δεν θεμελιώνεται με αποδείξεις)<br />«ψιλὴν καὶ ἀκατάσκευον τὴν βλασφημίαν προβάλλεται, οὐδενί λογισμῷ κατασκευάζων τὴν ἀτοπίαν» (Γρηγ. Νύσσ. Μ 32.693c)<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό (αποδίδεται σε πλοία)<br /><b>4.</b> [[πρωτόγονος]], [[απολίτιστος]]<br />«[[ἀκατάσκευος]] [[βίος]]» (<b>Διόδ.</b> 5.39)<br /><b>5.</b> [[ακατάστατος]], [[χωρίς]] [[τάξη]] (Αισχίν. 3.163).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκατάσκευος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неподготовленный]]: ἀκατασκεύων ([[varia lectio|v.l.]] ἀπαρασκεύων) τῶν ἰδίων ὄντων Aesch. не приведя в порядок свои личные дела;<br /><b class="num">2)</b> [[безыскусственный]] (ἐν τοῖς λόγοις Plut.): ὁ ἀ. [[βίος]] Diod. простой образ жизни.
}}
}}