3,276,318
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />sans préparation, sans art.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κατασκευή]]. | |btext=ος, ον :<br />sans préparation, sans art.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κατασκευή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκατάσκευος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неподготовленный]]: ἀκατασκεύων ([[varia lectio|v.l.]] ἀπαρασκεύων) τῶν ἰδίων ὄντων Aesch. не приведя в порядок свои личные дела;<br /><b class="num">2)</b> [[безыскусственный]] (ἐν τοῖς λόγοις Plut.): ὁ ἀ. [[βίος]] Diod. простой образ жизни. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάσκευος]], -ον) [[κατασκευή]]<br />[[ανεπιτήδευτος]], [[απέριττος]], [[απλός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[άμορφος]], αυτός που δεν έχει λάβει την οριστική του [[μορφή]], <b>βλ.</b> [[ακατασκεύαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απλός]], [[αστόλιστος]], [[γυμνός]]<br />«τὴν ἁπλήν τε καὶ ἀκατάσκευον... τῆς θείας γραφῆς διάνοιαν» (Γρηγ. Νύσσ. Μ. 45.1185d)<br />«ἡ ἑκάστου [[ψυχή]]... [[λιτή]] τις καὶ [[ἀκατάσκευος]] ἐπιχωριάζει τοῖς [[κάτω]]» (Γρηγ. Νύσσ. Μ 46.1004c)<br /><b>2.</b> [[σαθρός]], [[αστήριχτος]] (για [[επιχείρημα]] που δεν θεμελιώνεται με αποδείξεις)<br />«ψιλὴν καὶ ἀκατάσκευον τὴν βλασφημίαν προβάλλεται, οὐδενί λογισμῷ κατασκευάζων τὴν ἀτοπίαν» (Γρηγ. Νύσσ. Μ 32.693c)<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό (αποδίδεται σε πλοία)<br /><b>4.</b> [[πρωτόγονος]], [[απολίτιστος]]<br />«[[ἀκατάσκευος]] [[βίος]]» (<b>Διόδ.</b> 5.39)<br /><b>5.</b> [[ακατάστατος]], [[χωρίς]] [[τάξη]] (Αισχίν. 3.163). | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάσκευος]], -ον) [[κατασκευή]]<br />[[ανεπιτήδευτος]], [[απέριττος]], [[απλός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[άμορφος]], αυτός που δεν έχει λάβει την οριστική του [[μορφή]], <b>βλ.</b> [[ακατασκεύαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απλός]], [[αστόλιστος]], [[γυμνός]]<br />«τὴν ἁπλήν τε καὶ ἀκατάσκευον... τῆς θείας γραφῆς διάνοιαν» (Γρηγ. Νύσσ. Μ. 45.1185d)<br />«ἡ ἑκάστου [[ψυχή]]... [[λιτή]] τις καὶ [[ἀκατάσκευος]] ἐπιχωριάζει τοῖς [[κάτω]]» (Γρηγ. Νύσσ. Μ 46.1004c)<br /><b>2.</b> [[σαθρός]], [[αστήριχτος]] (για [[επιχείρημα]] που δεν θεμελιώνεται με αποδείξεις)<br />«ψιλὴν καὶ ἀκατάσκευον τὴν βλασφημίαν προβάλλεται, οὐδενί λογισμῷ κατασκευάζων τὴν ἀτοπίαν» (Γρηγ. Νύσσ. Μ 32.693c)<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό (αποδίδεται σε πλοία)<br /><b>4.</b> [[πρωτόγονος]], [[απολίτιστος]]<br />«[[ἀκατάσκευος]] [[βίος]]» (<b>Διόδ.</b> 5.39)<br /><b>5.</b> [[ακατάστατος]], [[χωρίς]] [[τάξη]] (Αισχίν. 3.163). | ||
}} | }} |