Anonymous

ἀκροβυστία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />prépuce.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκρόβυστος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />prépuce.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκρόβυστος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκροβυστία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> анат. [[крайняя плоть]] NT;<br /><b class="num">2)</b> перен. [[языческий мир]] NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκροβυστία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> το [[άκρο]] του δέρματος που καλύπτει τη βάλανο του πέους, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[περιτομή]], περίτμηση, στο ίδ.· και ως περιληπτ., η μη [[περιτομή]], δηλ. οι μη περιτετμημένοι, στο ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''ἀκροβυστία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> το [[άκρο]] του δέρματος που καλύπτει τη βάλανο του πέους, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[περιτομή]], περίτμηση, στο ίδ.· και ως περιληπτ., η μη [[περιτομή]], δηλ. οι μη περιτετμημένοι, στο ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκροβυστία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> анат. [[крайняя плоть]] NT;<br /><b class="num">2)</b> перен. [[языческий мир]] NT.
}}
}}
{{etym
{{etym