Anonymous

ἀκουστικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne l'ouïe : [[αἴσθησις]] ἀκουστική PLUT le sens de l'ouïe;<br /><b>2</b> qui écoute volontiers, docile à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀκούω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne l'ouïe : [[αἴσθησις]] ἀκουστική PLUT le sens de l'ouïe;<br /><b>2</b> qui écoute volontiers, docile à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀκούω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκουστικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[слуховой]] ([[αἴσθησις]] Plut.; [[πάθος]] Sext.);<br /><b class="num">2)</b> [[слушающийся]], [[послушный]] (τινος Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀκουστικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[αίσθηση]] της ακοής ή στο [[ακουστικό]] όργανο<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] για την [[αίσθηση]] της ακοής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για τύπους προσώπων) ο [[ευαίσθητος]] στις ακουστικές αντιλήψεις<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ακουστική]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ακουστικό]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που μπορεί ή [[πρέπει]] να ακουστεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[πρόθυμος]] να ακούσει<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀκουστικόν</i><br />διεξιότητα στην [[ακοή]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>οἱ ἀκουστικοί</i><br />οι ακουσματικοί (<b>βλ.</b> [[ακουσματικός]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκουστός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακουστικότητα]]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀκουστικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[αίσθηση]] της ακοής ή στο [[ακουστικό]] όργανο<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] για την [[αίσθηση]] της ακοής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για τύπους προσώπων) ο [[ευαίσθητος]] στις ακουστικές αντιλήψεις<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ακουστική]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ακουστικό]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που μπορεί ή [[πρέπει]] να ακουστεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[πρόθυμος]] να ακούσει<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀκουστικόν</i><br />διεξιότητα στην [[ακοή]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>οἱ ἀκουστικοί</i><br />οι ακουσματικοί (<b>βλ.</b> [[ακουσματικός]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκουστός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακουστικότητα]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκουστικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[слуховой]] ([[αἴσθησις]] Plut.; [[πάθος]] Sext.);<br /><b class="num">2)</b> [[слушающийся]], [[послушный]] (τινος Arst.).
}}
}}