3,274,917
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />non flatté de, insensible à la flatterie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κολακεύω]]. | |btext=ος, ον :<br />non flatté de, insensible à la flatterie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κολακεύω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκολάκευτος:''' (λᾰ) недоступный для лести Plat., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκολάκευτος]], -ον) [[κολακεύω]]<br />[[εκείνος]] που δεν παρασύρεται ή δεν διαφθείρεται με κολακείες<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός τον οποίο δεν έχουν κολακέψει<br /><b>αρχ.</b><br />όποιος δεν κολακεύει τους άλλους, δεν επιδιώκει να κολακέψει. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκολάκευτος]], -ον) [[κολακεύω]]<br />[[εκείνος]] που δεν παρασύρεται ή δεν διαφθείρεται με κολακείες<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός τον οποίο δεν έχουν κολακέψει<br /><b>αρχ.</b><br />όποιος δεν κολακεύει τους άλλους, δεν επιδιώκει να κολακέψει. | ||
}} | }} |