3,277,121
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> partie aiguë d'un objet :<br /><b>1</b> pointe : λόγχης EUR d'une lance ; ποδοῖν SOPH la pointe des pieds ; ἀμφιδεξίοις ἀκμαῖς SOPH avec les deux mains;<br /><b>2</b> tranchant : ξυροῦ d'un rasoir;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i><br /><b>1</b> le plus haut point (de force, de puissance, <i>etc.</i>) : ἀκμὴ [[τοῦ]] βίου XÉN la force de l'âge ; ἥβης SOPH la fleur de l'âge ; [[ἐν]] αὐταῖς ταῖς ἀκμαῖς ISOCR dans la force même de l'âge ; force, puissance : χερῶν [[ἀκμή]] ESCHL vigueur des bras ; <i>périphr.</i> ἀκμὴ Θησειδᾶν SOPH les Théséides (<i>cf.</i> [[βία]]);<br /><b>2</b> le moment où la chose est à point, le moment opportun : ἀκμὴ γὰρ [[οὐ]] μακρῶν λόγων SOPH car c'est le moment d'agir, non de longs discours ; κοὐκέτ’ [[ἦν]] μέλλειν [[ἀκμή]] ESCHL ce n'était plus le moment de différer ; ἐπὶ τὴν ἀκμὴν ἥκειν DÉM être arrivé à point ; ἀκμὴν λαμβάνειν ISOCR saisir l'occasion ; ἀκμὴν διαφθείρειν PLUT laisser se passer <i>ou</i> perdre l'occasion ; <i>adv.</i> • ἀκμήν au moment même.<br />'''Étymologie:''' R. Ἀκ, être aigu. | |btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> partie aiguë d'un objet :<br /><b>1</b> pointe : λόγχης EUR d'une lance ; ποδοῖν SOPH la pointe des pieds ; ἀμφιδεξίοις ἀκμαῖς SOPH avec les deux mains;<br /><b>2</b> tranchant : ξυροῦ d'un rasoir;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i><br /><b>1</b> le plus haut point (de force, de puissance, <i>etc.</i>) : ἀκμὴ [[τοῦ]] βίου XÉN la force de l'âge ; ἥβης SOPH la fleur de l'âge ; [[ἐν]] αὐταῖς ταῖς ἀκμαῖς ISOCR dans la force même de l'âge ; force, puissance : χερῶν [[ἀκμή]] ESCHL vigueur des bras ; <i>périphr.</i> ἀκμὴ Θησειδᾶν SOPH les Théséides (<i>cf.</i> [[βία]]);<br /><b>2</b> le moment où la chose est à point, le moment opportun : ἀκμὴ γὰρ [[οὐ]] μακρῶν λόγων SOPH car c'est le moment d'agir, non de longs discours ; κοὐκέτ’ [[ἦν]] μέλλειν [[ἀκμή]] ESCHL ce n'était plus le moment de différer ; ἐπὶ τὴν ἀκμὴν ἥκειν DÉM être arrivé à point ; ἀκμὴν λαμβάνειν ISOCR saisir l'occasion ; ἀκμὴν διαφθείρειν PLUT laisser se passer <i>ou</i> perdre l'occasion ; <i>adv.</i> • ἀκμήν au moment même.<br />'''Étymologie:''' R. Ἀκ, être aigu. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκμή:''' дор. [[ἀκμά]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[край]], [[кончик]], [[острие]] (ὀδόντων Pind.; κερκίδων Soph.; λόγχης Eur.): ἀμφιδεξίοις ἀκμαῖς Soph. обеими руками; ποδοῖν ἀκμαί Soph. ступни; ἔμπυροι ἀκμαί Eur. огненные языки; ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς погов. Hom., Her. на острие бритвы, т. е. в критическом положении;<br /><b class="num">2)</b> [[высшая точка]], [[высшая степень]], [[расцвет]], [[зрелость]] (ἤβης Soph.; βίου Xen.): ἐν ἀκμῇ Plat., Thuc. и ἐν ταῖς ἀκμαῖς Isocr. в цвету, в расцвете;<br /><b class="num">3)</b> [[разгар]] (θέρους Xen.): χειμῶνος αἱ περὶ τροπὰς ἀκμαί Plut. зимний солнцеворот; τῆς μάχης ἀκμὴν ὁξεῖαν ἐχούσης Plut. в самый разгар сражения;<br /><b class="num">4)</b> [[цвет]], [[лучшая часть]] (τοῦ ναυτικοῦ Thuc.);<br /><b class="num">5)</b> [[сила]], [[мощь]] (χερῶν Aesch.; ποδῶν Pind.): ἡ τῶν ὀμμάτων ἀ. Plat. острота зрения;<br /><b class="num">6)</b> [[лучшая пора]], [[наиболее подходящее время]]: ἥκεις εἰς ἀκμὴν [[ἐλθών]] Eur. ты пришел кстати; γάμων ἀκμαί Soph. брачный возраст; ἀ. γὰρ οὐ μακρῶν λόγων Soph. не время долго говорить; ἀκμὴν παριέναι Plat., ἀκμὴν διαφθείρειν Plut. упустить момент. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 33: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκμή:''' ἡ ([[ἀκή]] I),<br /><b class="num">I.</b> [[αιχμή]], [[άκρη]], [[κόψη]], [[χείλος]]· παροιμ., <i>ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς</i>, στην [[κόψη]] του ξυραφιού, σε κρισιμώτατο [[σημείο]] (βλ. [[ξυρόν]])· <i>ἀμφιδέξιοι ἀκμαί</i>, τα ακροδάχτυλα και των [[δύο]] των χεριών, σε Σοφ.· <i>ποδοῖν ἀκμαί</i>, τα δάκτυλα των ποδιών, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> το ψηλότερο [[σημείο]] ενός πράγματος, [[άνθος]], [[ακμή]], το [[ζενίθ]] της ανθρώπινης ηλικίας, Λατ. [[flos]] aetatis, <i>ἀκμὴ ἥβης</i>, στον ίδ.· <i>ἀκμὴ βίου</i>, σε Ξεν.· ἐν ἀκμῇ [[εἶναι]] = ἀκμάζειν, σε Πλάτ.· <i>ἀκμὴν ἔχειν</i>, λέγεται για [[σιτάρι]] που έχει μεστώσει κι είναι έτοιμο για θερισμό, σε Θουκ.· επίσης λέγεται για χρόνο, ἀκ. [[ἦρος]], η [[ακμή]] της άνοιξης, σε Πίνδ.· <i>ἀκ. θέρους</i>, μεσο-καλόκαιρο, σε Ξεν.· <i>ἀκ. τῆς δόξης</i>, σε Θουκ.· περιφρ. όπως το [[βία]], [[ἀκμή]] Θησειδᾶν, σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> όπως το [[καιρός]], ο πιο [[πρόσφορος]], ο καταλληλότερος, η καταλληλότερη [[περίοδος]], σε Τραγ.· <i>ἔργων</i>, λόγων [[ἀκμή]], [[καιρός]] για πράξεις, έργα, [[καιρός]] για [[λόγια]], σε Σοφ.· [[ἀκμή]] ἐστι με απαρ., είναι η κατάλληλη ώρα να κάνω, σε Αισχύλ.· ἐπ' ἀκμῆς [[εἶναι]] με απαρ., είμαι στο όριο του να κάνω [[κάτι]], σε Ευρ.· ἐπ' αὐτὴν ἥκει τὴν [[ἀκμήν]], έχει φθάσει στο κρίσιμο [[σημείο]], σε Δημ. | |lsmtext='''ἀκμή:''' ἡ ([[ἀκή]] I),<br /><b class="num">I.</b> [[αιχμή]], [[άκρη]], [[κόψη]], [[χείλος]]· παροιμ., <i>ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς</i>, στην [[κόψη]] του ξυραφιού, σε κρισιμώτατο [[σημείο]] (βλ. [[ξυρόν]])· <i>ἀμφιδέξιοι ἀκμαί</i>, τα ακροδάχτυλα και των [[δύο]] των χεριών, σε Σοφ.· <i>ποδοῖν ἀκμαί</i>, τα δάκτυλα των ποδιών, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> το ψηλότερο [[σημείο]] ενός πράγματος, [[άνθος]], [[ακμή]], το [[ζενίθ]] της ανθρώπινης ηλικίας, Λατ. [[flos]] aetatis, <i>ἀκμὴ ἥβης</i>, στον ίδ.· <i>ἀκμὴ βίου</i>, σε Ξεν.· ἐν ἀκμῇ [[εἶναι]] = ἀκμάζειν, σε Πλάτ.· <i>ἀκμὴν ἔχειν</i>, λέγεται για [[σιτάρι]] που έχει μεστώσει κι είναι έτοιμο για θερισμό, σε Θουκ.· επίσης λέγεται για χρόνο, ἀκ. [[ἦρος]], η [[ακμή]] της άνοιξης, σε Πίνδ.· <i>ἀκ. θέρους</i>, μεσο-καλόκαιρο, σε Ξεν.· <i>ἀκ. τῆς δόξης</i>, σε Θουκ.· περιφρ. όπως το [[βία]], [[ἀκμή]] Θησειδᾶν, σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> όπως το [[καιρός]], ο πιο [[πρόσφορος]], ο καταλληλότερος, η καταλληλότερη [[περίοδος]], σε Τραγ.· <i>ἔργων</i>, λόγων [[ἀκμή]], [[καιρός]] για πράξεις, έργα, [[καιρός]] για [[λόγια]], σε Σοφ.· [[ἀκμή]] ἐστι με απαρ., είναι η κατάλληλη ώρα να κάνω, σε Αισχύλ.· ἐπ' ἀκμῆς [[εἶναι]] με απαρ., είμαι στο όριο του να κάνω [[κάτι]], σε Ευρ.· ἐπ' αὐτὴν ἥκει τὴν [[ἀκμήν]], έχει φθάσει στο κρίσιμο [[σημείο]], σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |