Anonymous

ἀθυμέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être découragé, préoccupé, inquiet : τινι, [[τι]] de qch ; ἀθ. [[εἰ]] SOPH craindre de ; ἐκεῖνο ἀθυμῶ [[ὅτι]] XÉN je crains que ; ἀθυμεῖν [[μή]] SOPH craindre que.<br />'''Étymologie:''' [[ἄθυμος]].
|btext=-ῶ :<br />être découragé, préoccupé, inquiet : τινι, [[τι]] de qch ; ἀθ. [[εἰ]] SOPH craindre de ; ἐκεῖνο ἀθυμῶ [[ὅτι]] XÉN je crains que ; ἀθυμεῖν [[μή]] SOPH craindre que.<br />'''Étymologie:''' [[ἄθυμος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀθῡμέω:''' [[падать духом]], [[приходить в отчаяние]], [[унывать]], [[теряться]]: ἀ. τινι Soph., Xen., Dem., τι Thuc., ἐπί τινι Isocr., Isae., πρός τι Thuc., Plut. и εἴς τι Plat. приходить в уныние от чего-л., испугаться чего-л.; μὴ ἀ. ἐπιχειρήσειν πρὸς τοὺς Ἀθηναίους Thuc. не бояться напасть на афинян.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀθῡμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἄθυμος]]), αποθαρρύνομαι, χάνω το [[θάρρος]] μου, κυριεύομαι από [[αθυμία]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>τινί</i>, για [[κάτι]] ή προς [[κάτι]], σε Σοφ.· [[ἐπί]] τινι, <i>εἴς τι</i>, [[πρός]] τι, σε Αττ. πεζό λόγο (Ισοκρ., Πλάτ., Θουκ.)· ακολουθ. από αναφορ. [[λέξη]], είμαι έντονα φοβισμένος· <i>ἀθυμῶ δ' εἰ φανήσομαι</i>, σε Σοφ.· [[δεινῶς]] ἀθυμῶ μὴ βλέπων ὁ [[μάντις]] ᾖ, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀθῡμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἄθυμος]]), αποθαρρύνομαι, χάνω το [[θάρρος]] μου, κυριεύομαι από [[αθυμία]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>τινί</i>, για [[κάτι]] ή προς [[κάτι]], σε Σοφ.· [[ἐπί]] τινι, <i>εἴς τι</i>, [[πρός]] τι, σε Αττ. πεζό λόγο (Ισοκρ., Πλάτ., Θουκ.)· ακολουθ. από αναφορ. [[λέξη]], είμαι έντονα φοβισμένος· <i>ἀθυμῶ δ' εἰ φανήσομαι</i>, σε Σοφ.· [[δεινῶς]] ἀθυμῶ μὴ βλέπων ὁ [[μάντις]] ᾖ, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀθῡμέω:''' [[падать духом]], [[приходить в отчаяние]], [[унывать]], [[теряться]]: ἀ. τινι Soph., Xen., Dem., τι Thuc., ἐπί τινι Isocr., Isae., πρός τι Thuc., Plut. и εἴς τι Plat. приходить в уныние от чего-л., испугаться чего-л.; μὴ ἀ. ἐπιχειρήσειν πρὸς τοὺς Ἀθηναίους Thuc. не бояться напасть на афинян.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj