3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>impf.</i> ἤκμαζον;<br />être au plus haut point, <i>càd</i> dans toute sa force, sa fraîcheur, sa maturité ; ἀκμάζοντος [[τοῦ]] πολέμου THC la guerre étant dans toute sa force ; τὰ πράγματα ἤκμαζε HDT les affaires étaient au plus haut point de prospérité ; ἀ. ἔς [[τι]] THC déployer toutes ses ressources, être ardent pour qch ; avec un inf. XÉN avoir toute la force nécessaire pour faire qch ; • <i>impers.</i> ἀκμάζει il est temps de : ἀκμάζει βρετέων ἔχεσθαι ESCHL le moment est venu d'embrasser les statues (des dieux).<br />'''Étymologie:''' [[ἀκμή]]. | |btext=<i>impf.</i> ἤκμαζον;<br />être au plus haut point, <i>càd</i> dans toute sa force, sa fraîcheur, sa maturité ; ἀκμάζοντος [[τοῦ]] πολέμου THC la guerre étant dans toute sa force ; τὰ πράγματα ἤκμαζε HDT les affaires étaient au plus haut point de prospérité ; ἀ. ἔς [[τι]] THC déployer toutes ses ressources, être ardent pour qch ; avec un inf. XÉN avoir toute la force nécessaire pour faire qch ; • <i>impers.</i> ἀκμάζει il est temps de : ἀκμάζει βρετέων ἔχεσθαι ESCHL le moment est venu d'embrasser les statues (des dieux).<br />'''Étymologie:''' [[ἀκμή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκμάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[быть в расцвете]], [[процветать]] Her., Arst.: ἀ. ῥώμῃ Plat. быть в расцвете сил; οἱ ἀκμάζοντες Isocr. люди в цветущем возрасте;<br /><b class="num">2)</b> [[быть богатым]], [[изобиловать]] (τινί Her., Thuc., Aeschin., Plut.): τῷ εὖ φρονεῖν ἀ. Aeschin. обладать благоразумием; ἀ. ἐρύκειν τὰ κακὰ ἀπὸ [[ἑαυτοῦ]] Xen. быть достаточно сильным, чтобы оградить себя от неприятностей;<br /><b class="num">3)</b> [[достигать зрелости]]: σίτου ἀκμάζοντος Xen. когда хлеб (на полях) созрел;<br /><b class="num">4)</b> [[достичь высшей степени]], [[быть в разгаре]]: ἡ [[νόσος]] ἀκμάζει Thuc. болезнь достигла наибольшей силы; τοῦ θέρους ἀκμάζοντος Thuc. в разгаре лета; ἀ. ἔν τινι Aeschin. достичь высшей степени чего-л.;<br /><b class="num">5)</b> [[настоятельно требовать]] (ποιεῖν τι Aesch.): τὰ πάντα [[νῦν]] ἀκμάζει ἐπιμελείας δεόμενα Xen. все требует теперь особенной бдительности; impers. ἀκμάζει Aesch., настало время, пора. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 33: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκμάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[ἀκμή]]), βρίσκομαι σε πλήρη [[ακμή]], είμαι στο [[άνθος]] της ηλικίας μου ή είμαι [[πλήρης]] σφρίγους και δύναμης.<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, πόλεις και κράτη, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. [[ακμάζω]] ή [[αφθονώ]] σε [[κάτι]], <i>πλούτῳ</i>, στον ίδ.· <i>παρασκευῇ πάσῃ</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., είμαι αρκετά [[ισχυρός]] ώστε να κάνω [[κάτι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, ἀκμάζει ὁ [[πόλεμος]], ἡ [[νόσος]], ο [[πόλεμος]], η [[πληγή]], η [[μάστιγα]] είναι σε πλήρη [[έξαρση]], σε Θουκ.· ἀκμάζον [[θέρος]], [[μεσοκαλόκαιρο]], στον ίδ.· λέγεται για [[σιτάρι]], όταν μεστώσει και είναι έτοιμο για θερισμό, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ. <i>ἀκμάζει</i> με απαρ., είναι [[καιρός]] να, είναι κατάλληλη [[στιγμή]] να, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀκμάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[ἀκμή]]), βρίσκομαι σε πλήρη [[ακμή]], είμαι στο [[άνθος]] της ηλικίας μου ή είμαι [[πλήρης]] σφρίγους και δύναμης.<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, πόλεις και κράτη, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. [[ακμάζω]] ή [[αφθονώ]] σε [[κάτι]], <i>πλούτῳ</i>, στον ίδ.· <i>παρασκευῇ πάσῃ</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., είμαι αρκετά [[ισχυρός]] ώστε να κάνω [[κάτι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, ἀκμάζει ὁ [[πόλεμος]], ἡ [[νόσος]], ο [[πόλεμος]], η [[πληγή]], η [[μάστιγα]] είναι σε πλήρη [[έξαρση]], σε Θουκ.· ἀκμάζον [[θέρος]], [[μεσοκαλόκαιρο]], στον ίδ.· λέγεται για [[σιτάρι]], όταν μεστώσει και είναι έτοιμο για θερισμό, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ. <i>ἀκμάζει</i> με απαρ., είναι [[καιρός]] να, είναι κατάλληλη [[στιγμή]] να, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |