Anonymous

ἀκάτακτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no se rompe]], [[indemne]] κεραμεᾶ σκεύη συνκρούοντα ... ἀδαμαντίνοις ἀκάτακτα διαμενεῖ<ν> Phld.<i>Mort</i>.39.5.<br /><b class="num">2</b> [[irrompible]] Arist.<i>Mete</i>.385<sup>a</sup>14.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no se rompe]], [[indemne]] κεραμεᾶ σκεύη συνκρούοντα ... ἀδαμαντίνοις ἀκάτακτα διαμενεῖ<ν> Phld.<i>Mort</i>.39.5.<br /><b class="num">2</b> [[irrompible]] Arist.<i>Mete</i>.385<sup>a</sup>14.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκάτακτος:''' [[не ломающийся]], [[неломкий]] (σώματα Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκάτακτος]], -ον (Α) [[κατάγνυμι]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν σπάει, που δεν μπορεί να σπάσει, ο [[άθραυστος]], ο [[ατσάκιστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει σπάσει.
|mltxt=[[ἀκάτακτος]], -ον (Α) [[κατάγνυμι]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν σπάει, που δεν μπορεί να σπάσει, ο [[άθραυστος]], ο [[ατσάκιστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει σπάσει.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκάτακτος:''' [[не ломающийся]], [[неломкий]] (σώματα Arst.).
}}
}}