Anonymous

ἀμετάστατος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut déplacer, stable ; τὸ ἀμετάστατον la stabilité, l'uniformité.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μεθίστημι]].
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut déplacer, stable ; τὸ ἀμετάστατον la stabilité, l'uniformité.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μεθίστημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμετάστᾰτος:''' [[незыблемый]], [[неизменный]], [[постоянный]] ([[μέχρι]] θανάτου Plat.; [[εἱμαρμένη]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμετάστᾰτος:''' -ον ([[μεθίστημι]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεν μετακινείται, [[ακίνητος]], [[στάσιμος]], [[αμετάβλητος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν γίνεται να εξαφανισθεί ή να εξαλειφθεί, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀμετάστᾰτος:''' -ον ([[μεθίστημι]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεν μετακινείται, [[ακίνητος]], [[στάσιμος]], [[αμετάβλητος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν γίνεται να εξαφανισθεί ή να εξαλειφθεί, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμετάστᾰτος:''' [[незыблемый]], [[неизменный]], [[постоянный]] ([[μέχρι]] θανάτου Plat.; [[εἱμαρμένη]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj