Anonymous

ἀμπλακεῖν: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>inf. ao.2 de</i> [[ἀμπλακίσκω]].
|btext=<i>inf. ao.2 de</i> [[ἀμπλακίσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμπλᾰκεῖν:''' inf. aor. 2 к [[ἀμπλακίσκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμπλᾰκεῖν:''' ή ([[χάριν]] μέτρου) ἀπλᾰκεῖν[ᾰπλ], απαρ. του αορ. βʹ [[ἤμπλακον]], μτχ. <i>ἀμπλακών</i>· από την [[ίδια]] [[ρίζα]], έχουμε τον παρακ. <i>ἠμπλάκηκα</i>, Παθ. <i>ἠμπλάκημαι</i>· ο ενεστ. σε [[χρήση]] είναι το [[ἀμπλακίσκω]] = [[ἁμαρτάνω]].<br /><b class="num">I.</b> με γεν.,<br /><b class="num">1.</b> έχω [[έλλειψη]] από, σε Πίνδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> χάνω, αποστερούμαι, <i>παιδός</i>, στον ίδ.· <i>ἀλόχου</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., αμαρτάνω, [[παραστρατώ]], κάνω [[λάθος]], στον ίδ. κ.λπ.· ὡς τάδ' [[ἤμπλακον]], όταν διέπραξα αυτά τα αμαρτήματα, σε Αισχίν. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''ἀμπλᾰκεῖν:''' ή ([[χάριν]] μέτρου) ἀπλᾰκεῖν[ᾰπλ], απαρ. του αορ. βʹ [[ἤμπλακον]], μτχ. <i>ἀμπλακών</i>· από την [[ίδια]] [[ρίζα]], έχουμε τον παρακ. <i>ἠμπλάκηκα</i>, Παθ. <i>ἠμπλάκημαι</i>· ο ενεστ. σε [[χρήση]] είναι το [[ἀμπλακίσκω]] = [[ἁμαρτάνω]].<br /><b class="num">I.</b> με γεν.,<br /><b class="num">1.</b> έχω [[έλλειψη]] από, σε Πίνδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> χάνω, αποστερούμαι, <i>παιδός</i>, στον ίδ.· <i>ἀλόχου</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., αμαρτάνω, [[παραστρατώ]], κάνω [[λάθος]], στον ίδ. κ.λπ.· ὡς τάδ' [[ἤμπλακον]], όταν διέπραξα αυτά τα αμαρτήματα, σε Αισχίν. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμπλᾰκεῖν:''' inf. aor. 2 к [[ἀμπλακίσκω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj