3,253,652
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />industrieux, laborieux, entreprenant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλφάνω]] ; sel. d'autres « qui se nourrit de pain », de [[ἄλφι]], [[ἔδω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />industrieux, laborieux, entreprenant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλφάνω]] ; sel. d'autres « qui se nourrit de pain », de [[ἄλφι]], [[ἔδω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλφηστής:''' οῦ adj. m снискивающий себе пропитание, т. е. трудящийся, трудолюбивый ([[ἀνέρες]] и [[ἄνδρες]] Hom., HH, Hes., Aesch., Soph., Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀλφηστής:''' -οῦ, ὁ, Επικ. γεν. πληθ. <i>ἀλφηστάων</i>· ([[ἀλφάνω]])· αυτός που εργάζεται για το καθημερινό [[ψωμί]] του, [[εργατικός]], [[δραστήριος]], σε Ομήρ. Οδ.· [[ιδίως]] λέγεται για τους εμπόρους και τους ναυτικούς, στο ίδ. | |lsmtext='''ἀλφηστής:''' -οῦ, ὁ, Επικ. γεν. πληθ. <i>ἀλφηστάων</i>· ([[ἀλφάνω]])· αυτός που εργάζεται για το καθημερινό [[ψωμί]] του, [[εργατικός]], [[δραστήριος]], σε Ομήρ. Οδ.· [[ιδίως]] λέγεται για τους εμπόρους και τους ναυτικούς, στο ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |