Anonymous

ἀλφηστής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />industrieux, laborieux, entreprenant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλφάνω]] ; sel. d'autres « qui se nourrit de pain », de [[ἄλφι]], [[ἔδω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />industrieux, laborieux, entreprenant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλφάνω]] ; sel. d'autres « qui se nourrit de pain », de [[ἄλφι]], [[ἔδω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλφηστής:''' οῦ adj. m снискивающий себе пропитание, т. е. трудящийся, трудолюбивый ([[ἀνέρες]] и [[ἄνδρες]] Hom., HH, Hes., Aesch., Soph., Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλφηστής:''' -οῦ, ὁ, Επικ. γεν. πληθ. <i>ἀλφηστάων</i>· ([[ἀλφάνω]])· αυτός που εργάζεται για το καθημερινό [[ψωμί]] του, [[εργατικός]], [[δραστήριος]], σε Ομήρ. Οδ.· [[ιδίως]] λέγεται για τους εμπόρους και τους ναυτικούς, στο ίδ.
|lsmtext='''ἀλφηστής:''' -οῦ, ὁ, Επικ. γεν. πληθ. <i>ἀλφηστάων</i>· ([[ἀλφάνω]])· αυτός που εργάζεται για το καθημερινό [[ψωμί]] του, [[εργατικός]], [[δραστήριος]], σε Ομήρ. Οδ.· [[ιδίως]] λέγεται για τους εμπόρους και τους ναυτικούς, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλφηστής:''' οῦ adj. m снискивающий себе пропитание, т. е. трудящийся, трудолюбивый ([[ἀνέρες]] и [[ἄνδρες]] Hom., HH, Hes., Aesch., Soph., Plut.).
}}
}}
{{etym
{{etym