Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀμέριστος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non partagé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μερίζω]].
|btext=ος, ον :<br />non partagé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μερίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμέριστος:''' [[неделимый]] ([[οὐσία]] Plat., Arst., Plut., Sext.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμέριστος]], -ον) [[μερίζω]]<br />αυτός που δεν διαιρέθηκε ή δεν μπορεί να διαιρεθεί σε μέρη, [[αδιαίρετος]], [[αμοίραστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακέραιος]], [[ολόκληρος]], [[απεριόριστος]]<br />«έχεις αμέριστη την [[αγάπη]] μου», «το [[ενδιαφέρον]] μου [[είναι]] αμέριστο».
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμέριστος]], -ον) [[μερίζω]]<br />αυτός που δεν διαιρέθηκε ή δεν μπορεί να διαιρεθεί σε μέρη, [[αδιαίρετος]], [[αμοίραστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακέραιος]], [[ολόκληρος]], [[απεριόριστος]]<br />«έχεις αμέριστη την [[αγάπη]] μου», «το [[ενδιαφέρον]] μου [[είναι]] αμέριστο».
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμέριστος:''' [[неделимый]] ([[οὐσία]] Plat., Arst., Plut., Sext.).
}}
}}