Anonymous

ἀμύριστος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non parfumé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μυρίζω]].
|btext=ος, ον :<br />non parfumé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μυρίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμύριστος:''' (ῠ) не умащенный благовониями ([[ἀκαλλώπιστος]] καὶ ἀ. Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμύριστος]], -ον) [[μυρίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν αναδίδει [[μυρωδιά]], [[άοσμος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν τον μύρισε, δεν τον οσφράνθηκε [[κανείς]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν μύρισε από [[σήψη]], δεν βρόμησε<br /><b>4.</b> (για κοπέλες) ανέπαφη, [[παρθενική]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον έχρισαν, δεν τον άλειψαν με μύρα<br /><b>2.</b> [[τραχύς]], [[άξεστος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμύριστος]], -ον) [[μυρίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν αναδίδει [[μυρωδιά]], [[άοσμος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν τον μύρισε, δεν τον οσφράνθηκε [[κανείς]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν μύρισε από [[σήψη]], δεν βρόμησε<br /><b>4.</b> (για κοπέλες) ανέπαφη, [[παρθενική]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον έχρισαν, δεν τον άλειψαν με μύρα<br /><b>2.</b> [[τραχύς]], [[άξεστος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμύριστος:''' (ῠ) не умащенный благовониями ([[ἀκαλλώπιστος]] καὶ ἀ. Plut.).
}}
}}