Anonymous

ἀμύητος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non initié aux mystères, profane.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μυέω]].
|btext=ος, ον :<br />non initié aux mystères, profane.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μυέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμύητος:''' [[μυέω]] непосвященный (в религиозные таинства) Lys., Arph., Plat., Plut., Anth.<br />[[μύω]] плохо закрытый, дырявый, имеющий течь (ὡς [[πίθος]] τετρημένος Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμύητος:''' -ον ([[μυέω]]),<br /><b class="num">I.</b> μη μυημένος, [[ανόσιος]], [[βέβηλος]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> στον Γοργ. του Πλάτ. όπως αν προερχόταν από το [[μύω]] = οὐ δυνάμενος μύειν, ο [[αδύνατος]] να συγκρατήσει, αυτός που παρουσιάζει [[διαρροή]], που στάζει.
|lsmtext='''ἀμύητος:''' -ον ([[μυέω]]),<br /><b class="num">I.</b> μη μυημένος, [[ανόσιος]], [[βέβηλος]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> στον Γοργ. του Πλάτ. όπως αν προερχόταν από το [[μύω]] = οὐ δυνάμενος μύειν, ο [[αδύνατος]] να συγκρατήσει, αυτός που παρουσιάζει [[διαρροή]], που στάζει.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμύητος:''' [[μυέω]] непосвященный (в религиозные таинства) Lys., Arph., Plat., Plut., Anth.<br />[[μύω]] плохо закрытый, дырявый, имеющий течь (ὡς [[πίθος]] τετρημένος Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj