Anonymous

ἀνδραποδίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f. att.</i> ἀνδραποδιῶ, <i>ao.</i> ἀνδραπόδισα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> ἀνδραποδισθήσομαι, <i>ao.</i> ἀνδραποδίσθην, <i>pf.</i> ἀνδραπόδισμαι;<br />faire esclave, réduire en esclavage ; vendre en esclavage.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνδράποδον]].
|btext=<i>f. att.</i> ἀνδραποδιῶ, <i>ao.</i> ἀνδραπόδισα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> ἀνδραποδισθήσομαι, <i>ao.</i> ἀνδραποδίσθην, <i>pf.</i> ἀνδραπόδισμαι;<br />faire esclave, réduire en esclavage ; vendre en esclavage.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνδράποδον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνδρᾰποδίζω:''' тж. med. обращать или продавать в рабство, порабощать (τινά Her., Thuc., Xen., Plat., Plut.; πόλιν Thuc., Xen., Lys., Dem., Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνδρᾰποδίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ῐῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἠνδραπόδισα</i> — Ιων., μέλ. Μέσ., <i>ἀνδραποδιεῦμαι</i> με Παθ. [[σημασία]], Αττ. <i>ἀνδραποδισθήσομαι</i>, αόρ. αʹ Παθ. <i>ἠνδραποδίσθην</i>, παρακ. <i>ἠνδραπόδισμαι</i>· ([[ἀνδράποδον]])· [[υποδουλώνω]], [[φέρνω]] σε [[κατάσταση]] δουλείας, [[ιδίως]] [[πουλώ]] τους ελεύθερους ανθρώπους υποδουλωμένης περιοχής ως δούλους, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. — Παθ., πουλιέμαι ως [[δούλος]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· η Μέσ. χρησιμοποιείται επίσης με Ενεργ. [[σημασία]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀνδρᾰποδίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ῐῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἠνδραπόδισα</i> — Ιων., μέλ. Μέσ., <i>ἀνδραποδιεῦμαι</i> με Παθ. [[σημασία]], Αττ. <i>ἀνδραποδισθήσομαι</i>, αόρ. αʹ Παθ. <i>ἠνδραποδίσθην</i>, παρακ. <i>ἠνδραπόδισμαι</i>· ([[ἀνδράποδον]])· [[υποδουλώνω]], [[φέρνω]] σε [[κατάσταση]] δουλείας, [[ιδίως]] [[πουλώ]] τους ελεύθερους ανθρώπους υποδουλωμένης περιοχής ως δούλους, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. — Παθ., πουλιέμαι ως [[δούλος]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· η Μέσ. χρησιμοποιείται επίσης με Ενεργ. [[σημασία]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνδρᾰποδίζω:''' тж. med. обращать или продавать в рабство, порабощать (τινά Her., Thuc., Xen., Plat., Plut.; πόλιν Thuc., Xen., Lys., Dem., Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀνδράποδον]] [the [[middle]] [[future]] [[form]] ἀνδραποδιεῦμαι is used in a [[passive]] [[sense]].]<br />to [[reduce]] to [[slavery]], [[enslave]], esp. to [[sell]] the [[free]] men of a conquered [[place]] [[into]] [[slavery]], Hdt., Thuc., etc.:—Pass. to be sold [[into]] [[slavery]], Hdt., Xen., etc.:—the Mid. was also used in act. [[sense]], Hdt.
|mdlsjtxt=[[ἀνδράποδον]] [the [[middle]] [[future]] [[form]] ἀνδραποδιεῦμαι is used in a [[passive]] [[sense]].]<br />to [[reduce]] to [[slavery]], [[enslave]], esp. to [[sell]] the [[free]] men of a conquered [[place]] [[into]] [[slavery]], Hdt., Thuc., etc.:—Pass. to be sold [[into]] [[slavery]], Hdt., Xen., etc.:—the Mid. was also used in act. [[sense]], Hdt.
}}
}}