Anonymous

ἀνιστορέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />interroger : τινα qqn ; [[περί]] τινος sur qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἱστορέω]].
|btext=-ῶ :<br />interroger : τινα qqn ; [[περί]] τινος sur qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἱστορέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνιστορέω:''' (рас)спрашивать (τινα Aesch., Soph. и τινα περί τινος Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνιστορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ερωτώ]] να μάθω, [[ερευνώ]] για, σε Σοφ.· με αιτ. προσ. και πράγμ., [[ρωτώ]] κάποιον σχετικά με [[κάτι]], σε Αισχύλ., Σοφ.· ομοίως, ἀν.τινὰ [[περί]] τινος, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀνιστορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ερωτώ]] να μάθω, [[ερευνώ]] για, σε Σοφ.· με αιτ. προσ. και πράγμ., [[ρωτώ]] κάποιον σχετικά με [[κάτι]], σε Αισχύλ., Σοφ.· ομοίως, ἀν.τινὰ [[περί]] τινος, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνιστορέω:''' (рас)спрашивать (τινα Aesch., Soph. и τινα περί τινος Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to make [[inquiry]] [[into]], ask [[about]], Soph.: c. acc. pers. et rei, to ask a [[person]] [[about]] a [[thing]], Aesch., Soph.; so, ἀν. τινὰ [[περί]] τινος Eur.
|mdlsjtxt=<br />to make [[inquiry]] [[into]], ask [[about]], Soph.: c. acc. pers. et rei, to ask a [[person]] [[about]] a [[thing]], Aesch., Soph.; so, ἀν. τινὰ [[περί]] τινος Eur.
}}
}}