Anonymous

ἀναπόδεικτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0203.png Seite 203]] unerweislich, [[ἀρχή]] Plat. Def. 415 a; Arist. Eth. 6, 11, unerwiefen; [[ἀπόφασις]] Pol. 7, 18. – Adv. -δείκτως, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0203.png Seite 203]] unerweislich, [[ἀρχή]] Plat. Def. 415 a; Arist. Eth. 6, 11, unerwiefen; [[ἀπόφασις]] Pol. 7, 18. – Adv. -δείκτως, Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναπόδεικτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[недоказуемый]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[недоказанный]] Plat., Arst., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναπόδεικτος]], -ον) [[ἀποδείκνυμι]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει αποδειχθεί ή δεν μπορεί να αποδειχθεί, [[ανεξέλεγκτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει [[ανάγκη]] αποδείξεως, που [[είναι]] από [[μόνος]] του [[αληθινός]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναπόδεικτος]], -ον) [[ἀποδείκνυμι]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει αποδειχθεί ή δεν μπορεί να αποδειχθεί, [[ανεξέλεγκτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει [[ανάγκη]] αποδείξεως, που [[είναι]] από [[μόνος]] του [[αληθινός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναπόδεικτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[недоказуемый]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[недоказанный]] Plat., Arst., Plut.
}}
}}