Anonymous

ἀνθρώπινος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> qui concerne l'homme : τὸ ἀνθρώπινον HDT le genre humain;<br /><b>2</b> qui convient à l'homme, propre à l'homme.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθρωπος]].
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> qui concerne l'homme : τὸ ἀνθρώπινον HDT le genre humain;<br /><b>2</b> qui convient à l'homme, propre à l'homme.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθρωπος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθρώπινος:''' Her., Plat., Arst., Plut., Luc. = [[ἀνθρώπειος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθρώπινος:''' -η, -ον και -ος, -ον ([[ἄνθρωπος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που χαρακτηρίζει, προέρχεται ή ανήκει σε άνθρωπο, [[ανθρώπινος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[ἅπαν]] τὸ ἀνθρώπινον, όλη η [[ανθρωπότητα]], στον ίδ.· τὸ ἀνθρ. [[γένος]], σε Πλάτ.· <i>τὰ ἀνθρ. πράγματα</i> ή <i>τἀνθρώπινα</i>, τα ανθρώπινα ζητήματα, η ανθρώπινη [[κατάσταση]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ανθρώπινος]], ο αρμόζων σε άνθρωπο, στον ίδ., Αριστ.<br /><b class="num">II. 1.</b> επίρρ., [[ἀνθρωπίνως]] ἁμαρτάνειν, [[διαπράττω]] ανθρώπινα, δηλ. αφέσιμα σφάλματα, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> φιλάνθρωπα, ήρεμα, ευγενικά, σε Δημ.
|lsmtext='''ἀνθρώπινος:''' -η, -ον και -ος, -ον ([[ἄνθρωπος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που χαρακτηρίζει, προέρχεται ή ανήκει σε άνθρωπο, [[ανθρώπινος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[ἅπαν]] τὸ ἀνθρώπινον, όλη η [[ανθρωπότητα]], στον ίδ.· τὸ ἀνθρ. [[γένος]], σε Πλάτ.· <i>τὰ ἀνθρ. πράγματα</i> ή <i>τἀνθρώπινα</i>, τα ανθρώπινα ζητήματα, η ανθρώπινη [[κατάσταση]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ανθρώπινος]], ο αρμόζων σε άνθρωπο, στον ίδ., Αριστ.<br /><b class="num">II. 1.</b> επίρρ., [[ἀνθρωπίνως]] ἁμαρτάνειν, [[διαπράττω]] ανθρώπινα, δηλ. αφέσιμα σφάλματα, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> φιλάνθρωπα, ήρεμα, ευγενικά, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθρώπινος:''' Her., Plat., Arst., Plut., Luc. = [[ἀνθρώπειος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj