Anonymous

ἀνθρακεύς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />charbonnier.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθραξ]];<br />le nom de l'auteur de ce dictionnaire désigne la même profession, cf. [[Ἀνδρέας]], [[Κάρβων]].
|btext=έως (ὁ) :<br />charbonnier.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθραξ]];<br />le nom de l'auteur de ce dictionnaire désigne la même profession, cf. [[Ἀνδρέας]], [[Κάρβων]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθρᾰκεύς:''' έως ὁ угольщик Aesop.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀνθρακεύς]] και [[ἀνθρακευτής]])<br />αυτός που κατασκευάζει ξυλάνθρακες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (στα πλοία) ο [[βοηθός]] του θερμαστή, που μεταφέρει άνθρακες από την [[αποθήκη]] στα λεβητοστάσια<br /><b>2.</b> [[ανθρακεργάτης]].
|mltxt=ο (Α [[ἀνθρακεύς]] και [[ἀνθρακευτής]])<br />αυτός που κατασκευάζει ξυλάνθρακες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (στα πλοία) ο [[βοηθός]] του θερμαστή, που μεταφέρει άνθρακες από την [[αποθήκη]] στα λεβητοστάσια<br /><b>2.</b> [[ανθρακεργάτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθρᾰκεύς:''' έως ὁ угольщик Aesop.
}}
}}