Anonymous

ἀπήνη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />chariot, voiture à quatre roues attelées de mules, <i>qqf</i> de bœufs ; <i>postér.</i> char ; ναΐα [[ἀπήνη]] EUR char nautique, bateau.<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn., sans étym.
|btext=ης (ἡ) :<br />chariot, voiture à quatre roues attelées de mules, <i>qqf</i> de bœufs ; <i>postér.</i> char ; ναΐα [[ἀπήνη]] EUR char nautique, bateau.<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn., sans étym.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπήνη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[повозка]], [[телега]] (четырехколесная) Hom.; колесница Aesch., Soph., Arst.: ναΐα ἀ. Eur. = [[ναῦς]];<br /><b class="num">2)</b> [[пара]], [[двое]] (о братьях Этеокле и Полинике) Eur.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπήνη:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> τετράτροχη [[άμαξα]] που την έσερναν μουλάρια, σε Όμηρ.· [[άμαξα]] ή [[άρμα]] οποιουδήποτε τύπου, σε Αισχύλ., Σοφ.· μεταφ., ναΐα [[ἀπήνη]], το [[πλοίο]], σε Ευρ.· [[τετραβάμων]] [[ἀπήνη]], λέγεται για το δούρειο ίππο, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. επίσης, όπως το [[ζεῦγος]], [[ζευγάρι]], όπως π.χ. [[δύο]] αδελφών, στον ίδ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''ἀπήνη:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> τετράτροχη [[άμαξα]] που την έσερναν μουλάρια, σε Όμηρ.· [[άμαξα]] ή [[άρμα]] οποιουδήποτε τύπου, σε Αισχύλ., Σοφ.· μεταφ., ναΐα [[ἀπήνη]], το [[πλοίο]], σε Ευρ.· [[τετραβάμων]] [[ἀπήνη]], λέγεται για το δούρειο ίππο, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. επίσης, όπως το [[ζεῦγος]], [[ζευγάρι]], όπως π.χ. [[δύο]] αδελφών, στον ίδ. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπήνη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[повозка]], [[телега]] (четырехколесная) Hom.; колесница Aesch., Soph., Arst.: ναΐα ἀ. Eur. = [[ναῦς]];<br /><b class="num">2)</b> [[пара]], [[двое]] (о братьях Этеокле и Полинике) Eur.
}}
}}
{{etym
{{etym