Anonymous

ἀποδείκνυμι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀποδείξω, <i>ao.</i> [[ἀπέδειξα]], <i>etc.</i><br /><i>La conjug. ion. supprime le ι : f.</i> ἀποδέξω, <i>ao.</i> ἀπέδεξα, <i>Pass. ao. part.</i> ἀποδεχθείς, <i>pf.</i> ἀποδέδεγμαι, <i>pqp. 3ᵉ sg.</i> [[ἀπεδέδεκτο]], <i>Moy. ao. inf.</i> [[ἀποδέξασθαι]];<br /><b>I.</b> faire voir, produire au dehors, acc.;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i><br /><b>1</b> désigner, assigner : [[τροφή]] τινι ἀποδεδεγμένη <i>(ion.)</i> HDT nourriture prescrite à qqn ; κώμας [[ὅθεν]] ἀπέδειξαν λαμβάνειν τὰ ἐπιτήδεια XÉN villages qu’ils leur assignèrent pour y prendre les approvisionnements nécessaires;<br /><b>2</b> déclarer, proclamer : ἀπ. βασιλέα, στρατηγόν proclamer roi, général ; πολέμιοι ἀποδεδειγμένοι XÉN ennemis déclarés ; ἀπ. τινι [[τέμενος]], βωμόν HDT consacrer à qqn un temple, un autel;<br /><b>3</b> démontrer, prouver, acc.;<br /><b>4</b> produire, faire devenir : ἀπ. παῖδας βελτίους XÉN rendre les enfants meilleurs ; ἀπ. τὰ ἐπιτήδεια ἔχοντας τοὺς στρατιώτας XÉN faire en sorte que les soldats aient le nécessaire;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποδείκνυμαι;<br /><b>1</b> faire connaître : ἀπ. γνώμην <i>ou abs.</i> [[ἀποδέξασθαι]] XÉN exposer son avis ; ἀπ. [[ὅτι]] exposer que;<br /><b>2</b> accomplir : ἔργα HDT des exploits;<br /><b>3</b> faire naître, causer : στάσιν ESCHL des dissensions.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[δείκνυμι]].
|btext=<i>f.</i> ἀποδείξω, <i>ao.</i> [[ἀπέδειξα]], <i>etc.</i><br /><i>La conjug. ion. supprime le ι : f.</i> ἀποδέξω, <i>ao.</i> ἀπέδεξα, <i>Pass. ao. part.</i> ἀποδεχθείς, <i>pf.</i> ἀποδέδεγμαι, <i>pqp. 3ᵉ sg.</i> [[ἀπεδέδεκτο]], <i>Moy. ao. inf.</i> [[ἀποδέξασθαι]];<br /><b>I.</b> faire voir, produire au dehors, acc.;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i><br /><b>1</b> désigner, assigner : [[τροφή]] τινι ἀποδεδεγμένη <i>(ion.)</i> HDT nourriture prescrite à qqn ; κώμας [[ὅθεν]] ἀπέδειξαν λαμβάνειν τὰ ἐπιτήδεια XÉN villages qu’ils leur assignèrent pour y prendre les approvisionnements nécessaires;<br /><b>2</b> déclarer, proclamer : ἀπ. βασιλέα, στρατηγόν proclamer roi, général ; πολέμιοι ἀποδεδειγμένοι XÉN ennemis déclarés ; ἀπ. τινι [[τέμενος]], βωμόν HDT consacrer à qqn un temple, un autel;<br /><b>3</b> démontrer, prouver, acc.;<br /><b>4</b> produire, faire devenir : ἀπ. παῖδας βελτίους XÉN rendre les enfants meilleurs ; ἀπ. τὰ ἐπιτήδεια ἔχοντας τοὺς στρατιώτας XÉN faire en sorte que les soldats aient le nécessaire;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποδείκνυμαι;<br /><b>1</b> faire connaître : ἀπ. γνώμην <i>ou abs.</i> [[ἀποδέξασθαι]] XÉN exposer son avis ; ἀπ. [[ὅτι]] exposer que;<br /><b>2</b> accomplir : ἔργα HDT des exploits;<br /><b>3</b> faire naître, causer : στάσιν ESCHL des dissensions.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[δείκνυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποδείκνῡμι:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> [[показывать]] (ἱρὸν [[ἀρχαῖον]] Her.; τάφους καὶ ξυγγένειαν Thuc.; med. ἔργα θαυμαστὰ τόλμης Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[предъявлять]], [[представлять]], [[приводить]] (μαρτύρια Her.): ἀ. ὅ τι δυνατὸν ἐς ἀριθμὸν [[ἐλθεῖν]] Thuc. дать отчет обо всем, что поддается учету;<br /><b class="num">3)</b> [[объявлять]], [[назначать]], [[устанавливать]], [[провозглашать]] (τινὰ στρατηγόν Her., Xen., Plut.: ἐκκλεσίαν Dem.): ἀπεδείχθη [[διάδοχος]] Plut. он был объявлен (престоло)наследником; ἀποδείκνυσθαι τὴν γνώμην Her., Thuc. высказывать свое мнение; νόμον ἀποδεῖξαι Lys. обнародовать закон; ἀνδραγαθίη ἀποδέδεκται … Her. считается доблестью …; ἀποδεδειγμένοι [[ἦσαν]], ὅτι τὸ [[τέλος]] καλὸν [[ἔσται]] Xen. они заявили, что (все) кончится благополучно;<br /><b class="num">4)</b> [[производить на свет]], [[рождать]] (παῖδας Her., παιδάρια Isocr.);<br /><b class="num">5)</b> [[превращать]], [[делать]]: ἀποδεῖξαί τινα ὑγιέα ἐόντα Her. исцелить кого-л.; τὰς ἔν τινι ἐλπίδας κενὰς ἀποδεῖξαι Polyb. разрушить чьи-л. надежды; ἀποδεῖξαί τινα τὰ [[ἐπιτήδεια]] ἔχοντα Xen. снабдить кого-л. предметами первой необходимости; γέλωτα ἀ. τινά Plat. поднять кого-л. на смех;<br /><b class="num">6)</b> [[воздвигать]], [[строить]], [[посвящать]] (τέμενός τινι Her.; τὸ [[θέατρον]] Plut.): νεὼς ἀποδέδεικται αὐτοῖς Luc. в их честь воздвигнут храм;<br /><b class="num">7)</b> [[обнаруживать]], [[доказывать]] ([[ἦθος]] τὸ πρὸς τοκέων Aesch.): ψευδόμενόν τι ἀποδεῖξαι Her. изобличить лживость чего-л.; πολέμιοι ἀποδεδειγμένοι Xen. заведомые (явные) враги; ἀ., ὡς δυνατὰ [[ταῦτα]] γίγνεσθαι Plat. доказывать, что возникновение этого возможно.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδείκνυμι:''' και -ύω· μέλ. <i>-δείξω</i>, Ιων. -[[δέξω]] — Παθ., παρακ. -[[δέδεγμαι]], Ιων. -[[δέδεγμαι]]·<br /><b class="num">Α.</b> [[δείχνω]] [[κάτι]] συγκεκριμένο ξεχωρίζοντάς το από άλλα αντικείμενα, και [[συνεπώς]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δείχνω]], [[επιδεικνύω]], [[φανερώνω]], [[γνωστοποιώ]], με πράξεις ή [[λόγια]], <i>τί τινι</i>, σε Ηρόδ.· <i>τι</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[παρουσιάζω]], [[επιδεικνύω]], [[εμφανίζω]], Λατ. praestare, <i>μαρτύρια τούτων</i>, σε Ηρόδ.· <i>παῖδας</i>, σε Σοφ.· ὑγιέα τινὰ ἐόντα [[ἀποδείκνυμι]], τον [[παρουσιάζω]] σώο και υγιή, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[υπολογίζω]] ή [[επιδίδω]] υπολογισμούς, <i>λόγον</i>, στον ίδ., Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> [[δημοσιεύω]], [[κοινοποιώ]] νόμο, Λατ. promulgare, σε Ξεν.<br /><b class="num">5.</b> [[ορίζω]], [[παρέχω]], [[αφιερώνω]] [[τέμενος]], <i>βωμὸν ἀποδείκνυμί τινι</i>, σε Ηρόδ. — Παθ., [[χῶρος]] ἀποδεδεγμένος, προσδιορισμένος [[χώρος]], στον ίδ.<br /><b class="num">6.</b> [[καταδεικνύω]] μέσω συλλογισμού, [[αποδεικνύω]], [[αναδεικνύω]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>ἀποδεικνύω τινὰ οὐδὲν λέγοντα</i>, [[καθιστώ]] φανερό ότι αυτός δεν λέει [[τίποτε]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[διορίζω]], [[καθιστώ]], [[ονομάζω]], [[ανακηρύσσω]], [[αναδεικνύω]], ἀποδεικνύω τινὰ [[βασιλέα]], στον ίδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[καθιστώ]], κάνω κάποιον να αποκτήσει μια [[ιδιότητα]]· <i>ἀποδεικνύω τινὰ μοχθηρόν</i>, τον κάνω μοχθηρό, σε Αριστοφ.· <i>ἀποδεικνύω τινὰ κράτιστον</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> αναπαριστώ ως, <i>ἀποδεικνύω παῖδα</i>, σε Ηρόδ. — Παθ., οὐκ ἐν τοῖσι θεοῖσι [[ἀποδεδέχαται]] (Ιων. γʹ πληθ. παρακ.), δεν έχουν θεωρηθεί άξιοι να συμπεριληφθούν στη [[χορεία]] των θεών, δεν έχουν γίνει αποδεκτοί ως θεοί, στον ίδ.<b>Β.</b> Μέσ.,<br /><b class="num">1.</b> [[επιδεικνύω]], [[φέρνω]] στο φως, [[φανερώνω]] [[κάτι]] προσωπικό μου· [[ἀποδέξασθαι]] τὴν γνώμην, [[φανερώνω]] τη [[γνώμη]] μου, σε Ηρόδ.· <i>μνημόσυνα ἀποδεικνύω</i>, [[επιδεικνύω]] [[μεγάλα]] οικοδομήματα, μνημεία που έχουν ανεγερθεί με τη [[φροντίδα]] μου, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> ακριβώς όπως το Ενεργ., ἀποδεικνύω [[ὅτι]]..., [[φανερώνω]] ότι..., σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀποδείκνυμι:''' και -ύω· μέλ. <i>-δείξω</i>, Ιων. -[[δέξω]] — Παθ., παρακ. -[[δέδεγμαι]], Ιων. -[[δέδεγμαι]]·<br /><b class="num">Α.</b> [[δείχνω]] [[κάτι]] συγκεκριμένο ξεχωρίζοντάς το από άλλα αντικείμενα, και [[συνεπώς]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δείχνω]], [[επιδεικνύω]], [[φανερώνω]], [[γνωστοποιώ]], με πράξεις ή [[λόγια]], <i>τί τινι</i>, σε Ηρόδ.· <i>τι</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[παρουσιάζω]], [[επιδεικνύω]], [[εμφανίζω]], Λατ. praestare, <i>μαρτύρια τούτων</i>, σε Ηρόδ.· <i>παῖδας</i>, σε Σοφ.· ὑγιέα τινὰ ἐόντα [[ἀποδείκνυμι]], τον [[παρουσιάζω]] σώο και υγιή, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[υπολογίζω]] ή [[επιδίδω]] υπολογισμούς, <i>λόγον</i>, στον ίδ., Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> [[δημοσιεύω]], [[κοινοποιώ]] νόμο, Λατ. promulgare, σε Ξεν.<br /><b class="num">5.</b> [[ορίζω]], [[παρέχω]], [[αφιερώνω]] [[τέμενος]], <i>βωμὸν ἀποδείκνυμί τινι</i>, σε Ηρόδ. — Παθ., [[χῶρος]] ἀποδεδεγμένος, προσδιορισμένος [[χώρος]], στον ίδ.<br /><b class="num">6.</b> [[καταδεικνύω]] μέσω συλλογισμού, [[αποδεικνύω]], [[αναδεικνύω]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>ἀποδεικνύω τινὰ οὐδὲν λέγοντα</i>, [[καθιστώ]] φανερό ότι αυτός δεν λέει [[τίποτε]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[διορίζω]], [[καθιστώ]], [[ονομάζω]], [[ανακηρύσσω]], [[αναδεικνύω]], ἀποδεικνύω τινὰ [[βασιλέα]], στον ίδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[καθιστώ]], κάνω κάποιον να αποκτήσει μια [[ιδιότητα]]· <i>ἀποδεικνύω τινὰ μοχθηρόν</i>, τον κάνω μοχθηρό, σε Αριστοφ.· <i>ἀποδεικνύω τινὰ κράτιστον</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> αναπαριστώ ως, <i>ἀποδεικνύω παῖδα</i>, σε Ηρόδ. — Παθ., οὐκ ἐν τοῖσι θεοῖσι [[ἀποδεδέχαται]] (Ιων. γʹ πληθ. παρακ.), δεν έχουν θεωρηθεί άξιοι να συμπεριληφθούν στη [[χορεία]] των θεών, δεν έχουν γίνει αποδεκτοί ως θεοί, στον ίδ.<b>Β.</b> Μέσ.,<br /><b class="num">1.</b> [[επιδεικνύω]], [[φέρνω]] στο φως, [[φανερώνω]] [[κάτι]] προσωπικό μου· [[ἀποδέξασθαι]] τὴν γνώμην, [[φανερώνω]] τη [[γνώμη]] μου, σε Ηρόδ.· <i>μνημόσυνα ἀποδεικνύω</i>, [[επιδεικνύω]] [[μεγάλα]] οικοδομήματα, μνημεία που έχουν ανεγερθεί με τη [[φροντίδα]] μου, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> ακριβώς όπως το Ενεργ., ἀποδεικνύω [[ὅτι]]..., [[φανερώνω]] ότι..., σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποδείκνῡμι:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> [[показывать]] (ἱρὸν [[ἀρχαῖον]] Her.; τάφους καὶ ξυγγένειαν Thuc.; med. ἔργα θαυμαστὰ τόλμης Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[предъявлять]], [[представлять]], [[приводить]] (μαρτύρια Her.): ἀ. ὅ τι δυνατὸν ἐς ἀριθμὸν [[ἐλθεῖν]] Thuc. дать отчет обо всем, что поддается учету;<br /><b class="num">3)</b> [[объявлять]], [[назначать]], [[устанавливать]], [[провозглашать]] (τινὰ στρατηγόν Her., Xen., Plut.: ἐκκλεσίαν Dem.): ἀπεδείχθη [[διάδοχος]] Plut. он был объявлен (престоло)наследником; ἀποδείκνυσθαι τὴν γνώμην Her., Thuc. высказывать свое мнение; νόμον ἀποδεῖξαι Lys. обнародовать закон; ἀνδραγαθίη ἀποδέδεκται … Her. считается доблестью …; ἀποδεδειγμένοι [[ἦσαν]], ὅτι τὸ [[τέλος]] καλὸν [[ἔσται]] Xen. они заявили, что (все) кончится благополучно;<br /><b class="num">4)</b> [[производить на свет]], [[рождать]] (παῖδας Her., παιδάρια Isocr.);<br /><b class="num">5)</b> [[превращать]], [[делать]]: ἀποδεῖξαί τινα ὑγιέα ἐόντα Her. исцелить кого-л.; τὰς ἔν τινι ἐλπίδας κενὰς ἀποδεῖξαι Polyb. разрушить чьи-л. надежды; ἀποδεῖξαί τινα τὰ [[ἐπιτήδεια]] ἔχοντα Xen. снабдить кого-л. предметами первой необходимости; γέλωτα ἀ. τινά Plat. поднять кого-л. на смех;<br /><b class="num">6)</b> [[воздвигать]], [[строить]], [[посвящать]] (τέμενός τινι Her.; τὸ [[θέατρον]] Plut.): νεὼς ἀποδέδεικται αὐτοῖς Luc. в их честь воздвигнут храм;<br /><b class="num">7)</b> [[обнаруживать]], [[доказывать]] ([[ἦθος]] τὸ πρὸς τοκέων Aesch.): ψευδόμενόν τι ἀποδεῖξαι Her. изобличить лживость чего-л.; πολέμιοι ἀποδεδειγμένοι Xen. заведомые (явные) враги; ἀ., ὡς δυνατὰ [[ταῦτα]] γίγνεσθαι Plat. доказывать, что возникновение этого возможно.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj