Anonymous

ἀπογράφω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀπογράψω, <i>ao.</i> ἀπέγραψα, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> enregistrer;<br /><b>II.</b> <i>t. de droit</i> :<br /><b>1</b> déposer une plainte écrite contre ; informer contre;<br /><b>2</b> faire un inventaire de biens confisqués;<br /><b>3</b> inscrire sur une liste de débiteurs;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀπογράφομαι;<br /><b>1</b> copier (une peinture, un écrit, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> enregistrer pour son usage, acc.;<br /><b>3</b> se faire inscrire sur les registres : [[πρός]] τινα en donnant son nom à un magistrat, <i>etc.</i> ; <i>abs. (en parl. de soldats qui se font enrôler, d'athlètes, de candidats)</i> ἐπὶ στρατηγίαν ἀπ. PLUT se faire inscrire comme candidat pour la préture.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[γράφω]].
|btext=<i>f.</i> ἀπογράψω, <i>ao.</i> ἀπέγραψα, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> enregistrer;<br /><b>II.</b> <i>t. de droit</i> :<br /><b>1</b> déposer une plainte écrite contre ; informer contre;<br /><b>2</b> faire un inventaire de biens confisqués;<br /><b>3</b> inscrire sur une liste de débiteurs;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀπογράφομαι;<br /><b>1</b> copier (une peinture, un écrit, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> enregistrer pour son usage, acc.;<br /><b>3</b> se faire inscrire sur les registres : [[πρός]] τινα en donnant son nom à un magistrat, <i>etc.</i> ; <i>abs. (en parl. de soldats qui se font enrôler, d'athlètes, de candidats)</i> ἐπὶ στρατηγίαν ἀπ. PLUT se faire inscrire comme candidat pour la préture.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[γράφω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπογράφω:'''<br /><b class="num">1)</b> тж. med. [[списывать]], [[переписывать]] (τὴν ἐπωδὴν [[παρά]] τινος Plat.: τοὺς νόμους Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[переписывать]], [[вносить в списки]], [[записывать]], [[регистрировать]] ([[ἔθνος]] ἓν ἕκαστον Her.: τὸ [[πλῆθος]] τῆς οὐσίας Plat.); med. записываться (πρὸς τὸν ταξίαρχον Xen.): ἐπὶ στρατηγίαν πολιτικὴν ἀπογράψασθαι Plut. зарегистрироваться в качестве соискателя на пост претора по делам (римских) граждан (лат. [[praetor]] [[urbanus]]);<br /><b class="num">3)</b> тж. med. подавать жалобу, обвинять (ἀπογράφεσθαι ἀπογραφήν Dem.): ἀπογράψαι τινὰ ποιεῖν τι Lys. подать на кого-л. жалобу за совершение какого-л. действия;<br /><b class="num">4)</b> med. [[переводить]] (τὴν διάνοιαν ὀνύματος εἰς τὴν ἡμετέραν φωνήν Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπογράφω:''' [ᾰ], μέλ. <i>-ψω</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[καταγράφω]], [[αντιγράφω]], [[καταγράφω]] σε κατάλογο, [[καταχωρώ]], σε Ηρόδ., Πλάτ. — Μέσ., [[αναθέτω]] την [[καταγραφή]] ονομάτων σε κάποιον, ή [[κρατώ]] καταγεγραμμένο [[αρχείο]] για προσωπική [[χρήση]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ. επίσης, [[δίνω]] το όνομά μου προς [[καταγραφή]], εγγράφομαι σε κατάλογο, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως Αττ. [[νομικός]] όρος,<br /><b class="num">1.</b> <i>ἀπογράφειν τινά</i>, [[καταγράφω]] το όνομα κάποιου για να του προσάψω [[κατηγορία]] ενώπιον του δικαστηρίου, [[παραδίδω]] [[αντίγραφο]] της [[εναντίον]] του κατηγορίας, [[δίνω]] πληροφορίες [[εναντίον]] του, τον [[μηνύω]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραδίδω]] κατάλογο στον οποίο είναι καταγεγραμμένη [[περιουσία]] για την οποία υπάρχει [[ισχυρισμός]] ότι ανήκει στο [[δημόσιο]] [[αλλά]] κατακρατείται από ιδιώτη, στους Ρήτ.· επίσης, ἀπέγραψεν [[ταῦτα]] ἔχοντα αὑτόν, αναγνώρισε εγγράφως ότι είχε στην [[κατοχή]] του αυτή την [[περιουσία]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἀπογράφω:''' [ᾰ], μέλ. <i>-ψω</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[καταγράφω]], [[αντιγράφω]], [[καταγράφω]] σε κατάλογο, [[καταχωρώ]], σε Ηρόδ., Πλάτ. — Μέσ., [[αναθέτω]] την [[καταγραφή]] ονομάτων σε κάποιον, ή [[κρατώ]] καταγεγραμμένο [[αρχείο]] για προσωπική [[χρήση]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ. επίσης, [[δίνω]] το όνομά μου προς [[καταγραφή]], εγγράφομαι σε κατάλογο, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως Αττ. [[νομικός]] όρος,<br /><b class="num">1.</b> <i>ἀπογράφειν τινά</i>, [[καταγράφω]] το όνομα κάποιου για να του προσάψω [[κατηγορία]] ενώπιον του δικαστηρίου, [[παραδίδω]] [[αντίγραφο]] της [[εναντίον]] του κατηγορίας, [[δίνω]] πληροφορίες [[εναντίον]] του, τον [[μηνύω]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραδίδω]] κατάλογο στον οποίο είναι καταγεγραμμένη [[περιουσία]] για την οποία υπάρχει [[ισχυρισμός]] ότι ανήκει στο [[δημόσιο]] [[αλλά]] κατακρατείται από ιδιώτη, στους Ρήτ.· επίσης, ἀπέγραψεν [[ταῦτα]] ἔχοντα αὑτόν, αναγνώρισε εγγράφως ότι είχε στην [[κατοχή]] του αυτή την [[περιουσία]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπογράφω:'''<br /><b class="num">1)</b> тж. med. [[списывать]], [[переписывать]] (τὴν ἐπωδὴν [[παρά]] τινος Plat.: τοὺς νόμους Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[переписывать]], [[вносить в списки]], [[записывать]], [[регистрировать]] ([[ἔθνος]] ἓν ἕκαστον Her.: τὸ [[πλῆθος]] τῆς οὐσίας Plat.); med. записываться (πρὸς τὸν ταξίαρχον Xen.): ἐπὶ στρατηγίαν πολιτικὴν ἀπογράψασθαι Plut. зарегистрироваться в качестве соискателя на пост претора по делам (римских) граждан (лат. [[praetor]] [[urbanus]]);<br /><b class="num">3)</b> тж. med. подавать жалобу, обвинять (ἀπογράφεσθαι ἀπογραφήν Dem.): ἀπογράψαι τινὰ ποιεῖν τι Lys. подать на кого-л. жалобу за совершение какого-л. действия;<br /><b class="num">4)</b> med. [[переводить]] (τὴν διάνοιαν ὀνύματος εἰς τὴν ἡμετέραν φωνήν Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj