Anonymous

ἀοιδός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ, ἡ)<br /><i>adj.</i> qui chante;<br /><i>subst.</i> ὁ [[ἀοιδός]] :<br /><b>1</b> chanteur, chantre ; poète;<br /><b>2</b> enchanteur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀείδω]].
|btext=οῦ (ὁ, ἡ)<br /><i>adj.</i> qui chante;<br /><i>subst.</i> ὁ [[ἀοιδός]] :<br /><b>1</b> chanteur, chantre ; poète;<br /><b>2</b> enchanteur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀείδω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀοιδός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[поющий]], [[сладкозвучный]] ([[ὄρνις]] Eur.; [[ἀηδών]] Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> [[воспетый]], [[прославленный]] ([[Πέργαμος]] ap. Diog. L.).<br /><b class="num">I</b> ὁ и ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[певец]], [[песенник]] Hom., Hes., Her., Trag., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[заклинатель]], [[чародей]] (τίς γὰρ ἀ., τίς ὁ [[χειροτέχνης]]; Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀοιδός:''' ὁ ([[ἀείδω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ασχολείται με την [[μουσική]], την [[ποίηση]] ή με το [[σύνθετο]] είδος της ραψωδίας, [[ραψωδός]], [[βάρδος]], Λατ. [[vates]], σε Όμηρ., Ηρόδ.· με γεν., χρησμῶν [[ἀοιδός]], σε Ευρ.· λέγεται για τον πετεινό, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> ως θηλ., [[ψάλτρια]], λέγεται για την [[κηδεία]], σε Ησίοδ.· λέγεται για τη [[Σφίγγα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> αυτός που θεραπεύει με τη μαγική [[δύναμη]] επαναλαμβανομένων μουσικοποιητικών και ρυθμικών μοτίβων, δηλ. επωδών· [[γόης]], [[γητευτής]], Λατ. incantatos, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[ωδικός]], [[καλλίφωνος]], [[εναρμόνιος]], [[μελωδικός]]· [[ὄρνις]] ἀοιδοτάτα, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀοιδός:''' ὁ ([[ἀείδω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ασχολείται με την [[μουσική]], την [[ποίηση]] ή με το [[σύνθετο]] είδος της ραψωδίας, [[ραψωδός]], [[βάρδος]], Λατ. [[vates]], σε Όμηρ., Ηρόδ.· με γεν., χρησμῶν [[ἀοιδός]], σε Ευρ.· λέγεται για τον πετεινό, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> ως θηλ., [[ψάλτρια]], λέγεται για την [[κηδεία]], σε Ησίοδ.· λέγεται για τη [[Σφίγγα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> αυτός που θεραπεύει με τη μαγική [[δύναμη]] επαναλαμβανομένων μουσικοποιητικών και ρυθμικών μοτίβων, δηλ. επωδών· [[γόης]], [[γητευτής]], Λατ. incantatos, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[ωδικός]], [[καλλίφωνος]], [[εναρμόνιος]], [[μελωδικός]]· [[ὄρνις]] ἀοιδοτάτα, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀοιδός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[поющий]], [[сладкозвучный]] ([[ὄρνις]] Eur.; [[ἀηδών]] Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> [[воспетый]], [[прославленный]] ([[Πέργαμος]] ap. Diog. L.).<br /><b class="num">I</b> ὁ и ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[певец]], [[песенник]] Hom., Hes., Her., Trag., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[заклинатель]], [[чародей]] (τίς γὰρ ἀ., τίς ὁ [[χειροτέχνης]]; Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj