Anonymous

ἀπέχθομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἀπεχθάνομαι]].
|btext=<i>c.</i> [[ἀπεχθάνομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπέχθομαι:''' Theocr., Plut., Anth. = [[ἀπεχθάνομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπέχθομαι:''' μεταγεν. [[τύπος]] του [[ἀπεχθάνομαι]], σε Θεόκρ. κ.λπ.· το απαρ. <i>ἀπέχθεσθαι</i>, σε Όμηρ. κ.λπ., αποδίδεται με τον τύπο <i>ἀπεχθέσθαι</i>, απαρ. του [[ἀπηχθόμην]], αόρ. βʹ του [[ἀπεχθάνομαι]].
|lsmtext='''ἀπέχθομαι:''' μεταγεν. [[τύπος]] του [[ἀπεχθάνομαι]], σε Θεόκρ. κ.λπ.· το απαρ. <i>ἀπέχθεσθαι</i>, σε Όμηρ. κ.λπ., αποδίδεται με τον τύπο <i>ἀπεχθέσθαι</i>, απαρ. του [[ἀπηχθόμην]], αόρ. βʹ του [[ἀπεχθάνομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπέχθομαι:''' Theocr., Plut., Anth. = [[ἀπεχθάνομαι]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to be [[hated]], incur [[hatred]]
|mdlsjtxt=to be [[hated]], incur [[hatred]]
}}
}}