Anonymous

ἀπαγορευτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0273.png Seite 273]] verbieterisch, verbietend, Plut. de stoic. repugn. 11.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0273.png Seite 273]] verbieterisch, verbietend, Plut. de stoic. repugn. 11.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαγορευτικός:''' [[запретительный]], [[воспрещающий]] ([[λόγος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀπαγορευτικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ενέχει [[απαγόρευση]], παρεμποδιστικός<br /><b>(Γραμμ.)</b>. «απαγορευτικά μόρια» — άκλιτα μέρη του λόγου με τα οποία εκφράζεται η [[επιθυμία]] του ομιλούντος [[είτε]] ως [[παράκληση]] [[είτε]] ως [[προσταγή]] να μη γίνει [[κάτι]]. Κύριο απαγορευτικό [[μόριο]] [[είναι]] το <i>μη</i>.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀπαγορευτικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ενέχει [[απαγόρευση]], παρεμποδιστικός<br /><b>(Γραμμ.)</b>. «απαγορευτικά μόρια» — άκλιτα μέρη του λόγου με τα οποία εκφράζεται η [[επιθυμία]] του ομιλούντος [[είτε]] ως [[παράκληση]] [[είτε]] ως [[προσταγή]] να μη γίνει [[κάτι]]. Κύριο απαγορευτικό [[μόριο]] [[είναι]] το <i>μη</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαγορευτικός:''' [[запретительный]], [[воспрещающий]] ([[λόγος]] Plut.).
}}
}}