Anonymous

ἀποπλανάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />égarer, écarter de : τινα ἀπὸ τῆς ὑποθέσεως ESCHN écarter qqn du sujet;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀποπλανάομαι]], [[ἀποπλανῶμαι]] s'écarter de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πλανάω]].
|btext=-ῶ :<br />égarer, écarter de : τινα ἀπὸ τῆς ὑποθέσεως ESCHN écarter qqn du sujet;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀποπλανάομαι]], [[ἀποπλανῶμαι]] s'écarter de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πλανάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποπλᾰνάω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[уводить в сторону]], [[отклонять]] (τινα ἀπὸ τῆς ὑποθεσεως Aeschin., Polyb.; λόγον Luc.);<br /><b class="num">2)</b> med.-pass. [[уходить или улетать далеко]] (σφῆκες ἀποπλανῶνται Arst.; [[μακράν]] Plut.); перен. уходить в сторону, отклоняться (τοῦ ὑποθέσεως Isocr.; τοῦ λόγου Luc.; τῶν πραγμάτων Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποπλᾰνάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, = το προηγ., [[εκτρέπω]] κάποιον από το δρόμο του, σε Αισχίν.· μεταφ., [[εξαπατώ]], [[παραπλανώ]], <i>τινά</i>, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀποπλᾰνάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, = το προηγ., [[εκτρέπω]] κάποιον από το δρόμο του, σε Αισχίν.· μεταφ., [[εξαπατώ]], [[παραπλανώ]], <i>τινά</i>, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποπλᾰνάω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[уводить в сторону]], [[отклонять]] (τινα ἀπὸ τῆς ὑποθεσεως Aeschin., Polyb.; λόγον Luc.);<br /><b class="num">2)</b> med.-pass. [[уходить или улетать далеко]] (σφῆκες ἀποπλανῶνται Arst.; [[μακράν]] Plut.); перен. уходить в сторону, отклоняться (τοῦ ὑποθέσεως Isocr.; τοῦ λόγου Luc.; τῶν πραγμάτων Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj