Anonymous

ἀπολούω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀπολούσω, <i>ao.</i> ἀπέλουσα;<br />ôter en lavant : [[τι]] qch (sueur, sang, <i>etc.</i>);<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀπολούομαι;<br /><b>1</b> ôter en se lavant : [[τι]] qch (sueur, poussière, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> laver sur soi, nettoyer en se lavant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λούω]].
|btext=<i>f.</i> ἀπολούσω, <i>ao.</i> ἀπέλουσα;<br />ôter en lavant : [[τι]] qch (sueur, sang, <i>etc.</i>);<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀπολούομαι;<br /><b>1</b> ôter en se lavant : [[τι]] qch (sueur, poussière, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> laver sur soi, nettoyer en se lavant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λούω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπολούω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[смывать]] (βρότον Hom.);<br /><b class="num">2)</b> med. [[смывать с себя]] (ἅλμην ὤμοιϊν Hom.); умываться, купаться Hom., Luc.;<br /><b class="num">3)</b> [[мыть]], [[умывать]] (τι Plut. и τινά Arph., Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπολούω:''' ποιητ. γʹ ενικ. παρατ. <i>ἀπέλου</i>· μέλ. <i>-λούσω</i>, αόρ. αʹ <i>-έλουσα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> με αιτ. πράγμ., [[ξεπλένω]] τη βρωμιά, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., <i>ἅλμην ὤμοιν ἀπολούεσθαι</i>, [[ξεπλένω]] την [[άλμη]] από τους ώμους μου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[καθαρίζω]] με το [[πλύσιμο]] κάποιου, [[αποκαθαίρω]], σε Αριστοφ. — Μέσ., [[λούζω]] τον εαυτό μου, πλένομαι, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. προσ. και πράγμ., <i>Πάτροκλον λοῦσαι ἄποβρότον</i>, [[ξεπλένω]] το [[αίμα]] από τις πληγές του, τον [[καθαρίζω]] από τα αίματα, στο ίδ.
|lsmtext='''ἀπολούω:''' ποιητ. γʹ ενικ. παρατ. <i>ἀπέλου</i>· μέλ. <i>-λούσω</i>, αόρ. αʹ <i>-έλουσα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> με αιτ. πράγμ., [[ξεπλένω]] τη βρωμιά, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., <i>ἅλμην ὤμοιν ἀπολούεσθαι</i>, [[ξεπλένω]] την [[άλμη]] από τους ώμους μου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[καθαρίζω]] με το [[πλύσιμο]] κάποιου, [[αποκαθαίρω]], σε Αριστοφ. — Μέσ., [[λούζω]] τον εαυτό μου, πλένομαι, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. προσ. και πράγμ., <i>Πάτροκλον λοῦσαι ἄποβρότον</i>, [[ξεπλένω]] το [[αίμα]] από τις πληγές του, τον [[καθαρίζω]] από τα αίματα, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπολούω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[смывать]] (βρότον Hom.);<br /><b class="num">2)</b> med. [[смывать с себя]] (ἅλμην ὤμοιϊν Hom.); умываться, купаться Hom., Luc.;<br /><b class="num">3)</b> [[мыть]], [[умывать]] (τι Plut. и τινά Arph., Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj