Anonymous

ἀπόγονος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />né de, descendant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπογίγνομαι]].
|btext=ος, ον :<br />né de, descendant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπογίγνομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόγονος:''' <b class="num">II</b> ὁ и ἡ потомок Her., Soph., Thuc., Xen.<br />ведущий свой род, происходящий, порожденный (τινος Her., Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόγονος:''' -ον ([[ἀπογίγνομαι]]), αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από, [[απόγονος]], Λατ. [[oriundus]], σε Ηρόδ.· στον πληθ., οι απόγονοι, στον ίδ., Θουκ.· <i>σαὶ ἀπόγονοι</i>, οι απόγονοί [[σου]], η [[φύτρα]] [[σου]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀπόγονος:''' -ον ([[ἀπογίγνομαι]]), αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από, [[απόγονος]], Λατ. [[oriundus]], σε Ηρόδ.· στον πληθ., οι απόγονοι, στον ίδ., Θουκ.· <i>σαὶ ἀπόγονοι</i>, οι απόγονοί [[σου]], η [[φύτρα]] [[σου]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόγονος:''' <b class="num">II</b> ὁ и ἡ потомок Her., Soph., Thuc., Xen.<br />ведущий свой род, происходящий, порожденный (τινος Her., Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj