Anonymous

ἀπόδειξις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> action de montrer;<br /><b>2</b> exposition (de faits), publication;<br /><b>3</b> démonstration, preuve;<br /><b>II.</b> accomplissement, achèvement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποδείκνυμι]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> action de montrer;<br /><b>2</b> exposition (de faits), publication;<br /><b>3</b> démonstration, preuve;<br /><b>II.</b> accomplissement, achèvement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποδείκνυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόδειξις:''' ион. [[ἀπόδεξις]], εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[показывание]] (τῶν ὑπὸ γαίας Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[изложение]], [[повествование]], [[рассказ]] (ἱστορίης Her.; τῆς ἀρχῆς τῆς τῶν Ἀθηναίων Thuc.; περί τινος и περί τι Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[доказательство]], [[довод]] (ἀπόδειξιν ποιεῖν и ποιεῖσθαι Lys., Arst., λέγειν Plat., φέρειν Polyb. и [[διδόναι]] Plut.): ἀ. εἰς τὸ [[ἀδύνατον]] и διὰ τοῦ ἀδυνάτου Arst. доказательство от противного;<br /><b class="num">4)</b> [[дедуктивное]] (силлогистическое) доказательство (μανθάνομεν ἢ ἐπαγωγῇ ἢ ἀποδείξει Arst.);<br /><b class="num">5)</b> [[исполнение]], [[свершение]] (μεγάλων ἔργων Her.; [[μεγάλης]] ἀρετῆς Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόδειξις:''' Ιων. -δεξις, -εως, ἡ ([[ἀποδείκνυμι]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αποκάλυψη]], [[φανέρωση]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[δημοσιοποίηση]], [[έκθεση]], [[διήγηση]], [[κοινοποίηση]], [[δημοσίευση]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[κατάδειξη]], [[αποδεικτικός]] [[συλλογισμός]], [[απόδειξη]]· πληθ., αποδείξεις, επιχειρήματα που χρησιμοποιεί [[κάποιος]] για να αποδείξει [[κάτι]], <i>τινος</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> (από τον Μέσ. τύπο), [[ἀπόδειξις]] ἔργων μεγάλων, [[επίδειξη]], [[επίτευξη]] σημαντικών έργων, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀπόδειξις:''' Ιων. -δεξις, -εως, ἡ ([[ἀποδείκνυμι]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αποκάλυψη]], [[φανέρωση]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[δημοσιοποίηση]], [[έκθεση]], [[διήγηση]], [[κοινοποίηση]], [[δημοσίευση]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[κατάδειξη]], [[αποδεικτικός]] [[συλλογισμός]], [[απόδειξη]]· πληθ., αποδείξεις, επιχειρήματα που χρησιμοποιεί [[κάποιος]] για να αποδείξει [[κάτι]], <i>τινος</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> (από τον Μέσ. τύπο), [[ἀπόδειξις]] ἔργων μεγάλων, [[επίδειξη]], [[επίτευξη]] σημαντικών έργων, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόδειξις:''' ион. [[ἀπόδεξις]], εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[показывание]] (τῶν ὑπὸ γαίας Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[изложение]], [[повествование]], [[рассказ]] (ἱστορίης Her.; τῆς ἀρχῆς τῆς τῶν Ἀθηναίων Thuc.; περί τινος и περί τι Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[доказательство]], [[довод]] (ἀπόδειξιν ποιεῖν и ποιεῖσθαι Lys., Arst., λέγειν Plat., φέρειν Polyb. и [[διδόναι]] Plut.): ἀ. εἰς τὸ [[ἀδύνατον]] и διὰ τοῦ ἀδυνάτου Arst. доказательство от противного;<br /><b class="num">4)</b> [[дедуктивное]] (силлогистическое) доказательство (μανθάνομεν ἢ ἐπαγωγῇ ἢ ἀποδείξει Arst.);<br /><b class="num">5)</b> [[исполнение]], [[свершение]] (μεγάλων ἔργων Her.; [[μεγάλης]] ἀρετῆς Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj