Anonymous

ἀπόκρημνος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />escarpé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κρημνός]].
|btext=ος, ον :<br />escarpé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κρημνός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόκρημνος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[обрывистый]], [[крутой]] ([[ὄρος]] Her.; [[χωρίον]] Thuc.: [[τόπος]] Xen.; πέτραι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[трудный]] (πάντα ἀπόκρημνα Dem.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόκρημνος:''' -ον, [[κρημνώδης]], αυτός που βρίσκεται πλάι σε γκρεμό, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· μεταφ., ο [[γεμάτος]] δυσκολίες, λέγεται για δικαστική [[υπόθεση]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἀπόκρημνος:''' -ον, [[κρημνώδης]], αυτός που βρίσκεται πλάι σε γκρεμό, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· μεταφ., ο [[γεμάτος]] δυσκολίες, λέγεται για δικαστική [[υπόθεση]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόκρημνος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[обрывистый]], [[крутой]] ([[ὄρος]] Her.; [[χωρίον]] Thuc.: [[τόπος]] Xen.; πέτραι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[трудный]] (πάντα ἀπόκρημνα Dem.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj