Anonymous

ἀπροφάσιστος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne cherche pas de prétexte, qui ne recule pas.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[προφασίζομαι]].
|btext=ος, ον :<br />qui ne cherche pas de prétexte, qui ne recule pas.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[προφασίζομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπροφάσιστος:''' (φᾰ)<br /><b class="num">1)</b> [[безоговорочный]], [[безусловный]], [[беззаветный]] ([[προθυμία]] Thuc.; [[εὔνοια]] Lys.);<br /><b class="num">2)</b> [[беззаветно преданный]] (σύμμαχοι Xen.; [[γνώμη]] Eur.; ἀ. καὶ [[πιστός]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[открытый]], [[явный]] (ἀπροφάσιστον φυγὴν [[φυγεῖν]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπροφάσιστος:''' [ᾰ], -ον ([[προφασίζομαι]]), αυτός που δεν προβάλλει καμία [[πρόφαση]], καμία [[δικαιολογία]], αυτός που δεν έχει δισταγμούς, σε Θουκ., Ξεν.· επίρρ. <i>-τως</i>, απροκάλυπτα, [[χωρίς]] υπεκφυγές, εντίμως, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀπροφάσιστος:''' [ᾰ], -ον ([[προφασίζομαι]]), αυτός που δεν προβάλλει καμία [[πρόφαση]], καμία [[δικαιολογία]], αυτός που δεν έχει δισταγμούς, σε Θουκ., Ξεν.· επίρρ. <i>-τως</i>, απροκάλυπτα, [[χωρίς]] υπεκφυγές, εντίμως, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπροφάσιστος:''' (φᾰ)<br /><b class="num">1)</b> [[безоговорочный]], [[безусловный]], [[беззаветный]] ([[προθυμία]] Thuc.; [[εὔνοια]] Lys.);<br /><b class="num">2)</b> [[беззаветно преданный]] (σύμμαχοι Xen.; [[γνώμη]] Eur.; ἀ. καὶ [[πιστός]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[открытый]], [[явный]] (ἀπροφάσιστον φυγὴν [[φυγεῖν]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj