Anonymous

ἀπόλλυμι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr. (au prés. et aux temps suiv. : impf.</i> ἀπώλλυν ; <i>f.</i> [[ἀπολέσω]], <i>att.</i> ἀπολῶ ; <i>ao.</i> [[ἀπώλεσα]] ; <i>pf.1</i> ἀπολώλεκα ; <i>v. ci-dessous pf.2)</i>;<br /><b>1</b> perdre, faire périr : λαὸν Ἀχαιῶν IL l'armée des Grecs ; [[Ἴλιον]] IL détruire Ilion;<br /><b>2</b> perdre, subir une perte : ἀπ. τινα perdre qqn (un parent, un ami, <i>etc.</i>) ; ἀπ. τὴν ἀρχὴν [[ὑπό]] τινος XÉN être dépossédé de l'empire par qqn;<br /><b>II.</b> <i>intr. (au pf.2</i> ἀπόλωλα, <i>au pqp.</i> ἀπολώλειν, <i>et au Moy.</i> ἀπόλλυμαι, <i>f.</i> [[ἀπολοῦμαι]], <i>ao.2</i> ἀπωλόμην);<br /><b>1</b> être arraché pour sa perte de : ἀπωλόμην EUR j’ai été arraché à ma patrie ; périr, être perdu : ἀπόλωλας PLUT tu es perdu ; ἀπώλετο λυγρῷ ὀλέθρῳ OD <i>ou</i> ἀπόλωλε κακὸν [[μόρον]] OD il mourut, il est mort d'une mort lamentable ; ὁ κάκιστ’ ἀπολοῦμενος AR misérable, <i>litt. de</i>stiné à la plus misérable fin ; <i>avec un rég.</i> ἀπ. [[ὑπό]] τινος périr de la main <i>ou</i> par l'intervention de qqn;<br /><b>2</b> <i>au sens mor.</i> se perdre, se laisser corrompre;<br /><b>3</b> se perdre, s'évanouir, s'échapper.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὄλλυμι]].
|btext=<b>I.</b> <i>tr. (au prés. et aux temps suiv. : impf.</i> ἀπώλλυν ; <i>f.</i> [[ἀπολέσω]], <i>att.</i> ἀπολῶ ; <i>ao.</i> [[ἀπώλεσα]] ; <i>pf.1</i> ἀπολώλεκα ; <i>v. ci-dessous pf.2)</i>;<br /><b>1</b> perdre, faire périr : λαὸν Ἀχαιῶν IL l'armée des Grecs ; [[Ἴλιον]] IL détruire Ilion;<br /><b>2</b> perdre, subir une perte : ἀπ. τινα perdre qqn (un parent, un ami, <i>etc.</i>) ; ἀπ. τὴν ἀρχὴν [[ὑπό]] τινος XÉN être dépossédé de l'empire par qqn;<br /><b>II.</b> <i>intr. (au pf.2</i> ἀπόλωλα, <i>au pqp.</i> ἀπολώλειν, <i>et au Moy.</i> ἀπόλλυμαι, <i>f.</i> [[ἀπολοῦμαι]], <i>ao.2</i> ἀπωλόμην);<br /><b>1</b> être arraché pour sa perte de : ἀπωλόμην EUR j’ai été arraché à ma patrie ; périr, être perdu : ἀπόλωλας PLUT tu es perdu ; ἀπώλετο λυγρῷ ὀλέθρῳ OD <i>ou</i> ἀπόλωλε κακὸν [[μόρον]] OD il mourut, il est mort d'une mort lamentable ; ὁ κάκιστ’ ἀπολοῦμενος AR misérable, <i>litt. de</i>stiné à la plus misérable fin ; <i>avec un rég.</i> ἀπ. [[ὑπό]] τινος périr de la main <i>ou</i> par l'intervention de qqn;<br /><b>2</b> <i>au sens mor.</i> se perdre, se laisser corrompre;<br /><b>3</b> se perdre, s'évanouir, s'échapper.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὄλλυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόλλῡμι:''' (pf. 1 ἀπολώλεκα)<br /><b class="num">1)</b> [[губить]], [[уничтожать]] (πόλιν Hom., Plut.; λαὸν Ἀχαιῶν Hom.): ἀπολεῖς με Arph. ты уморишь меня; οἱ ἀπολλύντες Soph. убийцы;<br /><b class="num">2)</b> [[терять]], [[утрачивать]] (τινά Hom.; τὴν ἀρχὴν [[ὑπό]] τινος Xen.; ἔχειν τι καὶ μὴ ἀπολωλεκέναι Plat.; τὸν [[καιρόν]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> med. (с pf. 2 [[ἀπόλωλα]] и ppf. ἀπολώλειν) гибнуть, погибать, тж. пропадать (λυγρῷ ὀλέθρῳ Hom.; [[ὑπό]] τινος Her.): [[ὕδωρ]] ἀπολέσκετ᾽ ἀναβροχέν Hom. вода, впитавшись, пропадала; [[ἀπόλωλα]] τὠφθαλμὼ δακρύων Arph. я выплакал все глаза; [[βαρέως]] ἤνεγκεν τοῦ μὲν ἀπολωλότος, τοῦ δὲ ἀπολλυμένου Plut. он был потрясен гибелью одного и смертельной опасностью для другого; ὁ ἀπολοῦμενος Arph., Luc. пропащий человек, отъявленный негодяй.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόλλῡμι:''' ή -ύω, παρατ. <i>ἀπώλλυν</i> ή <i>ἀπώλλυον</i>, μέλ. [[ἀπολέσω]], Επικ. <i>ἀπολέσσω</i>· Αττ. <i>ἀπολῶ</i>, Ιων. <i>ἀπολέω</i>· αόρ. αʹ [[ἀπώλεσα]], Επικ. [[ἀπόλεσσα]]· παρακ. <i>ἀπολώλεκα</i>· επιτεταμ. [[τύπος]] του [[ὄλλυμι]].<br /><b class="num">Α. I.</b> [[αφανίζω]] ολοσχερώς, [[φονεύω]], [[σκοτώνω]], [[σφάζω]]· λέγεται για πράγματα, [[καταστρέφω]], [[ερειπώνω]], [[αφανίζω]], [[ερημώνω]], σε Όμηρ., Αττ.· με περιληπτική [[σημασία]], <i>γᾶς ἐκ πατρίας ἀπώλεσε</i>, με εξεδίωξε κατεστραμμένο από την [[πατρίδα]] μου, σε Ευρ.· <i>λόγοις ἀπόλλυμί τινα</i>, σε Σοφ., [[φλυαρώ]] και [[προκαλώ]] σε κάποιον [[ανία]] [[μέχρι]] θανάτου, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> χάνω ολοκληρωτικά, <i>[[πατέρα]]</i>, νόστιμον [[ἦμαρ]], σε Όμηρ. <b>Β.</b> Μέσ., <i>ἀπόλλῠμαι</i>, μέλ. <i>-ολοῦμαι</i>, Ιων. <i>-ολέομαι</i>, με μτχ. <i>ἀπολεύμενος</i>· αόρ. βʹ <i>-ωλόμην</i>, παρακ. <i>-όλωλα</i>, υπερσ. <i>ἀπολώλειν</i>·<br /><b class="num">I.</b> αφανίζομαι ολοσχερώς, [[πεθαίνω]], σε Ομήρ. Ιλ.· με σύστ. αντ. ἀπόλλυμαι κακὸν [[μόρον]], <i>αἰπὺν ὄλεθρον</i>, σε Ομήρ. Οδ.· καταστρέφομαι, στο ίδ.· <i>ἀπόλωλας</i>, τελείωσες, χάθηκες, καταστράφηκες, σε Αριστοφ.· ως [[κατάρα]], <i>κάκιστ' ἀπολοίμην</i>, στον ίδ.· στη μτχ. μέλ. <i>ὦ κάκιστε ἀπολούμενε</i>, που [[κακό]] [[τέλος]] να σε βρει! δηλ. κακούργε! άθλιε! σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[χάνομαι]], [[ξεγλιστρώ]], εξαφανίζομαι, [[γίνομαι]] [[άφαντος]], λέγεται για το [[νερό]] που εξαπατούσε τον Τάνταλο, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τον ύπνο, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀπόλλῡμι:''' ή -ύω, παρατ. <i>ἀπώλλυν</i> ή <i>ἀπώλλυον</i>, μέλ. [[ἀπολέσω]], Επικ. <i>ἀπολέσσω</i>· Αττ. <i>ἀπολῶ</i>, Ιων. <i>ἀπολέω</i>· αόρ. αʹ [[ἀπώλεσα]], Επικ. [[ἀπόλεσσα]]· παρακ. <i>ἀπολώλεκα</i>· επιτεταμ. [[τύπος]] του [[ὄλλυμι]].<br /><b class="num">Α. I.</b> [[αφανίζω]] ολοσχερώς, [[φονεύω]], [[σκοτώνω]], [[σφάζω]]· λέγεται για πράγματα, [[καταστρέφω]], [[ερειπώνω]], [[αφανίζω]], [[ερημώνω]], σε Όμηρ., Αττ.· με περιληπτική [[σημασία]], <i>γᾶς ἐκ πατρίας ἀπώλεσε</i>, με εξεδίωξε κατεστραμμένο από την [[πατρίδα]] μου, σε Ευρ.· <i>λόγοις ἀπόλλυμί τινα</i>, σε Σοφ., [[φλυαρώ]] και [[προκαλώ]] σε κάποιον [[ανία]] [[μέχρι]] θανάτου, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> χάνω ολοκληρωτικά, <i>[[πατέρα]]</i>, νόστιμον [[ἦμαρ]], σε Όμηρ. <b>Β.</b> Μέσ., <i>ἀπόλλῠμαι</i>, μέλ. <i>-ολοῦμαι</i>, Ιων. <i>-ολέομαι</i>, με μτχ. <i>ἀπολεύμενος</i>· αόρ. βʹ <i>-ωλόμην</i>, παρακ. <i>-όλωλα</i>, υπερσ. <i>ἀπολώλειν</i>·<br /><b class="num">I.</b> αφανίζομαι ολοσχερώς, [[πεθαίνω]], σε Ομήρ. Ιλ.· με σύστ. αντ. ἀπόλλυμαι κακὸν [[μόρον]], <i>αἰπὺν ὄλεθρον</i>, σε Ομήρ. Οδ.· καταστρέφομαι, στο ίδ.· <i>ἀπόλωλας</i>, τελείωσες, χάθηκες, καταστράφηκες, σε Αριστοφ.· ως [[κατάρα]], <i>κάκιστ' ἀπολοίμην</i>, στον ίδ.· στη μτχ. μέλ. <i>ὦ κάκιστε ἀπολούμενε</i>, που [[κακό]] [[τέλος]] να σε βρει! δηλ. κακούργε! άθλιε! σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[χάνομαι]], [[ξεγλιστρώ]], εξαφανίζομαι, [[γίνομαι]] [[άφαντος]], λέγεται για το [[νερό]] που εξαπατούσε τον Τάνταλο, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τον ύπνο, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόλλῡμι:''' (pf. 1 ἀπολώλεκα)<br /><b class="num">1)</b> [[губить]], [[уничтожать]] (πόλιν Hom., Plut.; λαὸν Ἀχαιῶν Hom.): ἀπολεῖς με Arph. ты уморишь меня; οἱ ἀπολλύντες Soph. убийцы;<br /><b class="num">2)</b> [[терять]], [[утрачивать]] (τινά Hom.; τὴν ἀρχὴν [[ὑπό]] τινος Xen.; ἔχειν τι καὶ μὴ ἀπολωλεκέναι Plat.; τὸν [[καιρόν]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> med. (с pf. 2 [[ἀπόλωλα]] и ppf. ἀπολώλειν) гибнуть, погибать, тж. пропадать (λυγρῷ ὀλέθρῳ Hom.; [[ὑπό]] τινος Her.): [[ὕδωρ]] ἀπολέσκετ᾽ ἀναβροχέν Hom. вода, впитавшись, пропадала; [[ἀπόλωλα]] τὠφθαλμὼ δακρύων Arph. я выплакал все глаза; [[βαρέως]] ἤνεγκεν τοῦ μὲν ἀπολωλότος, τοῦ δὲ ἀπολλυμένου Plut. он был потрясен гибелью одного и смертельной опасностью для другого; ὁ ἀπολοῦμενος Arph., Luc. пропащий человек, отъявленный негодяй.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj