Anonymous

ἀρβύλη: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> chaussure forte pour la chasse <i>ou</i> la campagne;<br /><b>2</b> [[αἱ]] ἀρβύλαι empreintes faites dans le char et destinées à recevoir les pieds du conducteur.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt probable, d'Orient ?
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> chaussure forte pour la chasse <i>ou</i> la campagne;<br /><b>2</b> [[αἱ]] ἀρβύλαι empreintes faites dans le char et destinées à recevoir les pieds du conducteur.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt probable, d'Orient ?
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρβύλη:''' (ῠ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[полусапог]], [[башмак]] Aesch., Eur.;<br /><b class="num">2)</b> pl. [[место возницы]], [[передок]] (в колеснице) Eur.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρβύλη:''' [ῠ], ἡ, δυνατό και ανθεκτικό [[υπόδημα]] που έφτανε πάνω από τους αστραγάλους και το φορούσαν οι αγρότες, οι κυνηγοί, οι οδοιπόροι, οι ταξιδιώτες, σε Αισχύλ., Ευρ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''ἀρβύλη:''' [ῠ], ἡ, δυνατό και ανθεκτικό [[υπόδημα]] που έφτανε πάνω από τους αστραγάλους και το φορούσαν οι αγρότες, οι κυνηγοί, οι οδοιπόροι, οι ταξιδιώτες, σε Αισχύλ., Ευρ. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρβύλη:''' (ῠ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[полусапог]], [[башмак]] Aesch., Eur.;<br /><b class="num">2)</b> pl. [[место возницы]], [[передок]] (в колеснице) Eur.
}}
}}
{{etym
{{etym