Anonymous

ἀργέλοφοι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων ([[οἱ]]) :<br />pattes qui restent attachées à une dépouille d'animal ; <i>fig.</i> accessoires, inutiles.<br />'''Étymologie:''' [[ἀργός]]², [[λόφος]].
|btext=ων ([[οἱ]]) :<br />pattes qui restent attachées à une dépouille d'animal ; <i>fig.</i> accessoires, inutiles.<br />'''Étymologie:''' [[ἀργός]]², [[λόφος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀργέλοφοι:''' οἱ досл. ножки овечьих шкур, перен. отбросы, отходы Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀργέλοφοι:''' -ων, οἱ, πόδια από [[προβιά]] προβάτου ή ασκού που έχει φτιαχτεί από [[δέρμα]] προβάτου· κατά [[συνέπεια]] γενικά, περιττό, [[απομεινάρι]], [[λείψανο]], σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''ἀργέλοφοι:''' -ων, οἱ, πόδια από [[προβιά]] προβάτου ή ασκού που έχει φτιαχτεί από [[δέρμα]] προβάτου· κατά [[συνέπεια]] γενικά, περιττό, [[απομεινάρι]], [[λείψανο]], σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀργέλοφοι:''' οἱ досл. ножки овечьих шкур, перен. отбросы, отходы Arph.
}}
}}
{{etym
{{etym