Anonymous

ἀπόβασις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de sortir :<br /><b>1</b> descente;<br /><b>2</b> débarquement, lieu de débarquement;<br /><b>II.</b> sortie, issue;<br /><b>III.</b> résultat, suite.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποβαίνω]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de sortir :<br /><b>1</b> descente;<br /><b>2</b> débarquement, lieu de débarquement;<br /><b>II.</b> sortie, issue;<br /><b>III.</b> résultat, suite.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποβαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόβᾰσις:''' εως ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> [[высадка]], [[выгрузка]] (τῆς γῆς и ἐς γῆν Thuc.; τῆς χώρας Plut.; ἀπὸ τῶν ωεῶν ἐς τὴν Λοκρίδα Thuc.): ᾖ ἀποβάσεις [[ἦσαν]] Thuc. там, где можно было высадиться; ἡ ναυτικὴ ἐπί τινα ἀ. Thuc. морской десант против кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[выход]], [[исход]] (οὐκ ἄχειν ἀπόβασιν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[нижняя часть]], [[основание]] (sc. τῆς κλίμακος Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> [[отход]], [[отступление]] Plut.;<br /><b class="num">5)</b> [[последствие]], [[результат]] Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόβᾰσις:''' -εως, ἡ ([[ἀποβαίνω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αποβίβαση]], [[έξοδος]] από το [[πλοίο]] στη [[στεριά]], ἀπὸ [[τῶν]] [[νεῶν]], σε Θουκ.· ἡ ναυτικὴ ἐπ' ἄλλους [[ἀπόβασις]], [[αποβίβαση]] των δυνάμεων του ναυτικού [[εναντίον]] του εχθρού, στον ίδ.· απόλ., <i>ποιεῖσθαι ἀπόβασιν</i>, αποβιβάζομαι από το [[πλοίο]], προσεδαφίζομαι, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσεδάφιση]], [[τόπος]] προσεδάφισης· οὐκ [[ἔχει]] ἀπόβασιν, δεν είναι δυνατόν να γίνει [[αποβίβαση]], ή δεν υπάρχει κατάλληλο [[σημείο]] προσεδάφισης, στον ίδ.· πληθ., στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[οδός]] διαφυγής ή [[διέξοδος]], [[δραπέτευση]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀπόβᾰσις:''' -εως, ἡ ([[ἀποβαίνω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αποβίβαση]], [[έξοδος]] από το [[πλοίο]] στη [[στεριά]], ἀπὸ [[τῶν]] [[νεῶν]], σε Θουκ.· ἡ ναυτικὴ ἐπ' ἄλλους [[ἀπόβασις]], [[αποβίβαση]] των δυνάμεων του ναυτικού [[εναντίον]] του εχθρού, στον ίδ.· απόλ., <i>ποιεῖσθαι ἀπόβασιν</i>, αποβιβάζομαι από το [[πλοίο]], προσεδαφίζομαι, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσεδάφιση]], [[τόπος]] προσεδάφισης· οὐκ [[ἔχει]] ἀπόβασιν, δεν είναι δυνατόν να γίνει [[αποβίβαση]], ή δεν υπάρχει κατάλληλο [[σημείο]] προσεδάφισης, στον ίδ.· πληθ., στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[οδός]] διαφυγής ή [[διέξοδος]], [[δραπέτευση]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόβᾰσις:''' εως ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> [[высадка]], [[выгрузка]] (τῆς γῆς и ἐς γῆν Thuc.; τῆς χώρας Plut.; ἀπὸ τῶν ωεῶν ἐς τὴν Λοκρίδα Thuc.): ᾖ ἀποβάσεις [[ἦσαν]] Thuc. там, где можно было высадиться; ἡ ναυτικὴ ἐπί τινα ἀ. Thuc. морской десант против кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[выход]], [[исход]] (οὐκ ἄχειν ἀπόβασιν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[нижняя часть]], [[основание]] (sc. τῆς κλίμακος Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> [[отход]], [[отступление]] Plut.;<br /><b class="num">5)</b> [[последствие]], [[результат]] Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj