Anonymous

ἀποσχίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀποσχίσω, <i>ao.</i> ἀπέσχισα, <i>ao. Pass.</i> ἀπεσχίσθην;<br />fendre, couper ; <i>fig.</i> τινα ἀπὸ συμμαχικοῦ HDT détacher qqn de forces alliées ; [[τοῦ]] λόγου coupe la parole ; <i>Pass.</i> ἀποσχισθῆναι [[ἀπό]] τινος HDT avoir été séparé <i>ou</i> s'être séparé de qch ; ἀπ. τῆς ἄλλης στρατιῆς HDT avoir été coupé du reste de l'armée.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σχίζω]].
|btext=<i>f.</i> ἀποσχίσω, <i>ao.</i> ἀπέσχισα, <i>ao. Pass.</i> ἀπεσχίσθην;<br />fendre, couper ; <i>fig.</i> τινα ἀπὸ συμμαχικοῦ HDT détacher qqn de forces alliées ; [[τοῦ]] λόγου coupe la parole ; <i>Pass.</i> ἀποσχισθῆναι [[ἀπό]] τινος HDT avoir été séparé <i>ou</i> s'être séparé de qch ; ἀπ. τῆς ἄλλης στρατιῆς HDT avoir été coupé du reste de l'armée.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σχίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσχίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[откалывать]] (sc. πέτρην Hom. - in tmesi);<br /><b class="num">2)</b> [[отрывать]] (μυρσίνης φόβην Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[отделять]], [[ответвлять]] (ποταμὸς ἀπέσχισται ἀπὸ τοῦ Βορυσθένεος Her.; ἀποσχιζόμεναι ἀπὸ τῶν ὄψεων ἀκτῖνες Arst.); φεύγειν τινὰ καὶ ἀποσχίζεσθαι Plat. избегать общения с кем-л.;<br /><b class="num">4)</b> [[отвлекать]], [[склонять к отпадению]] (τινά Plat., Plut. и τινὰ [[ἀπό]] τινος Her.);<br /><b class="num">5)</b> [[прерывать]]: ἀ. τινὰ τοῦ λόγου Arph. перебивать чью-л. речь.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσχίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[σχίζω]] ή [[αποκόπτω]] [[τεμάχιο]] από [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποχωρίζω]] ή [[αποσπώ]] από, τινὰ ἀπό τινος, σε Ηρόδ. — Παθ., <i>ἀποσχισθῆναί τινος</i>, αποχωρίζομαι από..., στον ίδ.· λέγεται για ποταμό, αποχωρίζομαι από το κύριο [[ρεύμα]], [[σχηματίζω]] παραπόταμο, στον ίδ.· λέγεται για [[φυλή]], έχω αποσπαστεί από το αρχέγονο γενεαλογικό δέντρο, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[ἀποσχίζω]] τινὰ τοῦ λόγου, [[διακόπτω]] την [[ομιλία]] κάποιου, παρεμβάλλομαι στο λόγο του, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀποσχίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[σχίζω]] ή [[αποκόπτω]] [[τεμάχιο]] από [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποχωρίζω]] ή [[αποσπώ]] από, τινὰ ἀπό τινος, σε Ηρόδ. — Παθ., <i>ἀποσχισθῆναί τινος</i>, αποχωρίζομαι από..., στον ίδ.· λέγεται για ποταμό, αποχωρίζομαι από το κύριο [[ρεύμα]], [[σχηματίζω]] παραπόταμο, στον ίδ.· λέγεται για [[φυλή]], έχω αποσπαστεί από το αρχέγονο γενεαλογικό δέντρο, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[ἀποσχίζω]] τινὰ τοῦ λόγου, [[διακόπτω]] την [[ομιλία]] κάποιου, παρεμβάλλομαι στο λόγο του, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσχίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[откалывать]] (sc. πέτρην Hom. - in tmesi);<br /><b class="num">2)</b> [[отрывать]] (μυρσίνης φόβην Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[отделять]], [[ответвлять]] (ποταμὸς ἀπέσχισται ἀπὸ τοῦ Βορυσθένεος Her.; ἀποσχιζόμεναι ἀπὸ τῶν ὄψεων ἀκτῖνες Arst.); φεύγειν τινὰ καὶ ἀποσχίζεσθαι Plat. избегать общения с кем-л.;<br /><b class="num">4)</b> [[отвлекать]], [[склонять к отпадению]] (τινά Plat., Plut. и τινὰ [[ἀπό]] τινος Her.);<br /><b class="num">5)</b> [[прерывать]]: ἀ. τινὰ τοῦ λόγου Arph. перебивать чью-л. речь.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> to [[split]] or [[cleave]] off, Od., Eur.<br /><b class="num">2.</b> to [[sever]] or [[detach]] from, τινὰ ἀπό τινος Hdt.:—Pass., ἀποσχισθῆναί τινος to be separated from…, Hdt.; of a [[river]], to be parted from the [[main]] [[stream]], Hdt.; of a [[tribe]], to be [[detached]] from its [[parent]] [[stock]], Hdt.<br /><b class="num">3.</b> metaph., ἀπ. τινὰ τοῦ λόγου to cut him off from his [[speech]], [[interrupt]] him in it, Ar.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> to [[split]] or [[cleave]] off, Od., Eur.<br /><b class="num">2.</b> to [[sever]] or [[detach]] from, τινὰ ἀπό τινος Hdt.:—Pass., ἀποσχισθῆναί τινος to be separated from…, Hdt.; of a [[river]], to be parted from the [[main]] [[stream]], Hdt.; of a [[tribe]], to be [[detached]] from its [[parent]] [[stock]], Hdt.<br /><b class="num">3.</b> metaph., ἀπ. τινὰ τοῦ λόγου to cut him off from his [[speech]], [[interrupt]] him in it, Ar.
}}
}}