3,270,813
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br /><b>I. 1</b> qu’on invoque par des prières;<br /><b>2</b> maudit;<br /><b>II.</b> qui maudit <i>ou</i> qui est une cause de malédiction ; funeste à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἀρά]]. | |btext=α, ον :<br /><b>I. 1</b> qu’on invoque par des prières;<br /><b>2</b> maudit;<br /><b>II.</b> qui maudit <i>ou</i> qui est une cause de malédiction ; funeste à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἀρά]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀραῖος:''' и 2 (ᾰρ)<br /><b class="num">1)</b> [[призываемый в молитвах]] ([[Ζεύς]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[отягощенный проклятьем]], [[проклятый]] (γονά Aesch.; ἀραῖόν τινα [[λαβεῖν]] Soph.);<br /><b class="num">3)</b> [[гибельный]], [[губительный]], [[несущий проклятье]] (τινι Aesch., Soph., Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀραῖος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[ἀρά]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> Παθ., αυτός στον οποίο απευθύνονται οι παρακλήσεις και οι ικεσίες· [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[ἀραῖος]] = [[ἱκέσιος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός για τον οποίο [[κάποιος]] ευχήθηκε [[κάτι]] [[κακό]], [[καταραμένος]], αυτός που είναι επιβαρυμένος από μια [[κατάρα]] ή [[μεστός]] από τις κατάρες που του έχουν απευθύνει, σε Αισχύλ.· <i>μ' ἀραῖον ἔλαβες</i>, με έδεσες με [[κατάρα]], με έχεις στην [[εξουσία]] [[σου]] [[αφού]] με καταράστηκες, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που καταριέται, που επιφέρει με τις κατάρες τον όλεθρο σε [[οικογένεια]] ή [[πρόσωπο]], με δοτ., σε Αισχύλ., Σοφ. | |lsmtext='''ἀραῖος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[ἀρά]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> Παθ., αυτός στον οποίο απευθύνονται οι παρακλήσεις και οι ικεσίες· [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[ἀραῖος]] = [[ἱκέσιος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός για τον οποίο [[κάποιος]] ευχήθηκε [[κάτι]] [[κακό]], [[καταραμένος]], αυτός που είναι επιβαρυμένος από μια [[κατάρα]] ή [[μεστός]] από τις κατάρες που του έχουν απευθύνει, σε Αισχύλ.· <i>μ' ἀραῖον ἔλαβες</i>, με έδεσες με [[κατάρα]], με έχεις στην [[εξουσία]] [[σου]] [[αφού]] με καταράστηκες, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που καταριέται, που επιφέρει με τις κατάρες τον όλεθρο σε [[οικογένεια]] ή [[πρόσωπο]], με δοτ., σε Αισχύλ., Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |