Anonymous

ἀραίωμα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />interstice, intervalle.<br />'''Étymologie:''' [[ἀραιόω]].
|btext=ατος (τό) :<br />interstice, intervalle.<br />'''Étymologie:''' [[ἀραιόω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀραίωμα:''' ατος τό промежуток, пробел Diod., Plut., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἀραίωμα]])<br /><b>1.</b> η [[αραίωση]]<br /><b>2.</b> [[κενό]] [[διάστημα]] σε δυο πράγματα, δέντρα κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διάστιχο]], [[διάστημα]] που ρυθμίζει τα κενά [[μεταξύ]] των στίχων και των λέξεων<br /><b>αρχ.</b><br />χαλαρή [[σύσταση]] σώματος, [[πλαδαρότητα]].
|mltxt=το (AM [[ἀραίωμα]])<br /><b>1.</b> η [[αραίωση]]<br /><b>2.</b> [[κενό]] [[διάστημα]] σε δυο πράγματα, δέντρα κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διάστιχο]], [[διάστημα]] που ρυθμίζει τα κενά [[μεταξύ]] των στίχων και των λέξεων<br /><b>αρχ.</b><br />χαλαρή [[σύσταση]] σώματος, [[πλαδαρότητα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀραίωμα:''' ατος τό промежуток, пробел Diod., Plut., Luc.
}}
}}