Anonymous

ἀτροφία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />manque de nourriture.<br />'''Étymologie:''' [[ἄτροφος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />manque de nourriture.<br />'''Étymologie:''' [[ἄτροφος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτροφία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[отсутствие пищи]], [[голодание]] Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[увядание]], [[атрофия]] (τοῦ σώματος Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀτροφία]]) [[άτροφος]]<br /><b>1.</b> [[στέρηση]] τροφής<br /><b>2.</b> (για φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς) [[ανεπαρκής]] [[θρέψη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ελάττωση]] του μεγέθους ενός κυττάρου, οργάνου, ιστού ή μέλους του σώματος.
|mltxt=η (AM [[ἀτροφία]]) [[άτροφος]]<br /><b>1.</b> [[στέρηση]] τροφής<br /><b>2.</b> (για φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς) [[ανεπαρκής]] [[θρέψη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ελάττωση]] του μεγέθους ενός κυττάρου, οργάνου, ιστού ή μέλους του σώματος.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτροφία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[отсутствие пищи]], [[голодание]] Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[увядание]], [[атрофия]] (τοῦ σώματος Arst.).
}}
}}